ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

06/11/2008

Ομιλία του Φώτη Κουβέλη στην πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ "Κατάργηση φοροαπαλλαγών της Εκκλησίας"



ΦΩΤΗΣ ΚΟΥΒΕΛΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είμαι υποχρεωμένος για άλλη μια φορά να θέσω ένα ζήτημα το οποίο έχει σχέση με την νομοθετική πρωτοβουλία Κομμάτων ή και Βουλευτών της Αντιπολίτευσης ή και της Συμπολίτευσης.

Κατά ψευδή όσο και απαράδεκτη ερμηνεία του Συντάγματος οι προτάσεις νόμων, Βουλευτών ή και Κομμάτων συζητούνται αλλά δεν τίθενται στην διαδικασία της ψηφοφορίας. Κατά συνέπεια στερείται του οποιουδήποτε ουσιαστικού περιεχομένου από την ώρα που απουσιάζει η διαδικασία της ψηφοφορίας, η οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία. Και αυτό αποτελεί μια απαράδεκτη κατάσταση μία παθολογία λειτουργίας του κατʼ εξοχήν αντιπροσωπευτικού οργάνου της λαϊκής κυριαρχίας της Βουλής . Και αυτή η διαδικασία που δυστυχώς χρόνια ακολουθείται και υιοθετείται χωρίς το τμήμα της ψηφοφορίας καταργεί επί της ουσίας το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας του Βουλευτή ως αντιπροσώπου των Ελλήνων πολιτών.

Και απευθυνόμενος και προς τον Πρόεδρο της Βουλής από το Βήμα αυτό, αλλά και σε όλους εσάς, ζητούμε, διεκδικούμε, διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ να υπάρξει η ορθή ερμηνεία του Συντάγματος και οι νομοθετικές πρωτοβουλίες στο επίπεδο της πρότασης νόμου Βουλευτών ή και Κομμάτων, να έχουν την δυνατότητα να τεθούν στην τελική κρίση του Σώματος και στην αναγκαία διαδικασία ψηφοφορίας.

Συναφές είναι και αυτό το οποίο αναφέρω.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, υπάρχει ένας νόμος ή μάλλον νομίζω δύο οι οποίοι έγιναν νόμοι με πρωτοβουλία Βουλευτών. Ο ένας μάλιστα και είναι χαρακτηριστικής σημασίας, αφορά τον εορτασμό της τρίτης ηλικίας την 3η Οκτωβρίου. Σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούμε την τρίτη ηλικία και τα προβλήματα που έχει. Αλλά είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι έχει αφυδατωθεί αυτό το δικαίωμα της νομοθετικής πρωτοβουλίας του Βουλευτή, των Βουλευτών, επαναλαμβάνω της Συμπολίτευσης και της Αντιπολίτευσης και όλων των Κομμάτων.

Κύριε Υφυπουργέ, έρχομαι ευθύς αμέσως στο ερώτημα που σας είχα κάνει και στη διαρκή επιτροπή και δεν είχα τύχει τότε απαντήσει. Πόσα χρήματα έχει εισπράξει το ελληνικό δημόσιο την τελευταία επί παραδείγματι πενταετία από τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Τότε θα μπορούσα να ερμηνεύσω την σιωπή σας με την έννοια ότι δεν είχατε υπ όψιν σας τα στοιχεία, αλλά σήμερα οφείλετε να μας πείτε πόσα χρήματα έχει εισπράξει το ελληνικό δημόσιο από τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και της περιουσίας των διαφόρων Μονών.

Το δεύτερο συναφές ζήτημα. Πόσους διαχειριστικούς ελέγχους έχετε κάνει προκειμένου να προκύψει ένα ελεγκτικό αποτέλεσμα σε σχέση με χρήματα τα οποία διαχειρίζεται η Εκκλησία και οι Μονές.

Το τρίτο συναφές ζήτημα το οποίο έθεσε η εισηγήτρια της Νέας Δημοκρατίας. Η κοινωφέλεια ερώτησε η συνάδελφος, πρέπει να φορολογείται;

Θα έλεγα προτού φθάσουμε στο ερώτημα εάν πρέπει να φορολογείται η κοινωφέλεια ότι είναι αναγκαίο να ελέγξουμε εάν υπάρχει κοινωφέλεια όταν κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι γνωστό οφείλουμε να το ξέρουμε, εμείς το ξέρουμε και είμαι βέβαιος ότι και εσείς το ξέρετε, τεράστια περιουσία βρίσκεται στα χέρια των διαφόρων κληροδοτημάτων με απουσία συστηματικού ελέγχου ,με απουσία καταγραφής αυτών των περιουσιακών στοιχείων των κληροδοτημάτων. Και το λέω αυτό διότι πάρα πολλές φορές προσχηματικά όσο και ψευδεπίγραφα προβάλλεται η έννοια της κοινωφέλειας προκειμένου να δρομολογηθούν όλες εκείνες οι φοροαπαλλαγές, αλλά και οι τραγικές ελλείψεις διαχειριστικού ελέγχου της περιουσίας των νομικών προσώπων που αναφέρονται στην παραγωγή κοινωφελούς έργου.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ας το επαναλάβουμε. Δεν είναι δυνατόν όταν ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς διεκδικεί αυτές τις ρυθμίσεις σαν και αυτές που αναφέρονται στη συγκεκριμένη πρόταση νόμου, αλλά και σε άλλες στις οποίες ενδεικτικά να αναφερθώ, να αντιπαρατίθεται ως αντίπαλη άποψη ότι εσείς του ΣΥΡΙΖΑ είστε εχθροί της Εκκλησίας και ότι επιβουλεύεστε το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων πολιτών, λόγος και βλάσφημος, λόγος και υβριστικός και λόγος προσχηματικός για να διευκολύνει την σιωπή όλων των άλλων πτερύγων της Βουλής πλην βεβαίως του Κ.Κ.Ε. που έθεσε τα ζητήματα όπως τα έθεσε, για να αποφευχθούν ενέργειες οι οποίες αν μη τι άλλο υπηρετούν την ισονομία, την ισοπολιτεία, αλλά και την φορολογική δικαιοσύνη.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, οφείλω να αναφερθώ σε αυτή τη λεγόμενη εκκλησιαστική περιουσία. Έχετε σκεφθεί ότι αυτή η εκκλησιαστική περιουσία προέκυψε ως ιδιοκτησία της Εκκλησίας με την αναγνώριση από τους Οθωμανούς αμέσως μετά την άλωση της Πόλης, ότι αυτή η περιουσία ανήκει στην Εκκλησία και στις Μονές, το αναγνωρίζει το Οθωμανικό Κράτος ,η Οθωμανική Αυτοκρατορία για να επακολουθήσουν εν συνεχεία και άλλες πράξεις, σιγκέλια, φιρμάνια και άλλα συναφή τα οποία –ακούστε- διαμόρφωσαν τίτλους ιδιοκτησίας! Και όχι μόνο αυτό η εκκλησιαστική περιουσία μεγεθύνθηκε διότι οι υποταγμένοι οι υπό κατοχήν Έλληνες έσπευδαν να μεταβιβάσουν την περιουσία τους στην Εκκλησία και στις Μονές προκειμένου να διατηρηθεί η ιδιοκτησία έστω στο όνομα της Εκκλησίας ή της Μονής και με την υπόσχεση άμεσα ή έμμεσα διατυπωμένη «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά σας θάναι» διότι όταν ελευθερωθεί το Γένος η Εκκλησία θα αποδώσει τις περιουσίες στους ʽΕλληνες πολίτες οι οποίοι την μεταβίβασαν προκειμένου να την γλιτώσουν από τους Οθωμανούς. Και ετέθη αυτό το ζήτημα έντονα το 1920 και υπήρξαν γνωμοδοτήσεις, ενθυμούμαι τους Στρέϊτ, του Ρακτιβάν, αλλά και του Ελευθεριάδη η οποία ήταν αντίπαλη προς τις γνωμοδοτήσεις του Ρακτιβάν και του Στρέιτ και εθεωρήθησαν ότι αυτές οι ακίνητες περιουσίες –προσέξτε- δεν αποτελούν λεία πολέμου (!) διότι μέσα στη διάρκεια της σκλαβιάς των τετρακοσίων ετών δεν είχε θιγεί το ιδιοκτησιακό δικαίωμα της Εκκλησίας ή και των Μονών.

Και τα λέω αυτά αγαπητοί συνάδελφοι, όχι για να αναδράμουμε σε ένα παρελθόν, αλλά για να διαπιστώσουμε ποια και πόση είναι αυτή η εγκυρότητα της εκκλησιαστικής περιουσίας και ποιος μπορεί με βάση αυτά τα στοιχεία να υποστηρίζει «κρατηθείτε μακριά από τον έλεγχο της εκκλησιαστικής περιουσίας, διότι αποτελεί βλάσφημο ενέργεια, βλάσφημο πράξη, πράξη η οποία αντιστρατεύεται την Εκκλησία!».

Δεν πρόκειται περί αυτού. Η Εξεταστική Επιτροπή εργάζεται αυτές τις ώρες για την υπόθεση Βατοπεδίου. Και σας ερωτώ πάλι σε συνάφεια με το αντικείμενο που ερευνά η Επιτροπή: Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να αναφέρεται σε εκκλησιαστική περιουσία με ακρίβεια και με απολυτότητα όταν ένας τίτλος ονόματι χρυσόβουλος λόγος –αυτό είναι το ακριβές- δεν αναφέρει όρια, δεν έχει συγκεκριμένη περιγραφή; Άρα με ποιον τρόπο έστω αυτός ο δήθεν τίτλος ιδιοκτησίας αποτυπώνει την πραγματική έκταση της περιουσίας την οποία θέλει δική της η Εκκλησία ή και οι διάφορες Μονές; Μήπως είναι καιρός, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι –εμείς λέμε όλοι μαζί αν το θέλετε- να αποκαταστήσουμε την τάξη πραγμάτων προκειμένου μια σειρά από ζητήματα να αντιμετωπιστούν, να αποδοθούν αυτές οι περιουσίες στους Έλληνες πολίτες, στους ακτήμονες, στους γεωργούς, στους αλιείς, στους κτηνοτρόφους; Και αυτό με δεδομένο ότι είναι υπαρκτά προβλήματα αυτά που έχουν σχέση με την κοινωνία των πολιτών που επίσης βιώνει μία δύσκολη οικονομική κατάσταση.

Πέραν όμως αυτού, δεν θέλετε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ., να προχωρήσουμε σε έναν εξορθολογισμό των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας; Προσέξτε ότι αποφεύγω επί του παρόντος να διακρίνω την έννοια του διαχωρισμού από την έννοια του εξορθολογισμού γιατί είμαι βέβαιος πως κατανοείτε πως από την ώρα που απεκρούσθη η πρότασή μας για το χωρισμό Εκκλησίας και κράτους κατά την αναθεωρητική διαδικασία δεν είναι δυνατόν με την υπάρχουσα συνταγματική τάξη να ομιλούμε για το διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους.

Τι λέμε όμως; Εμείς υποστηρίζουμε πως και στο επίπεδο του κοινού νομοθέτη, δηλαδή στο επίπεδο των δικών μας αρμοδιοτήτων όχι ως Βουλευτών που αναθεωρούν το Σύνταγμα αλλά ως Βουλευτών που νομοθετούν μπορούμε να προωθήσουμε ρυθμίσεις που θα εξορθολογίζουν τις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, θα διαμορφώνουν συνθήκες καθαρού ρόλου της Εκκλησίας και του κράτους έτσι ώστε να μην έχουμε θεσμικές συγχύσεις οι οποίες σε τελευταία ανάλυση προσβάλλουν στο βαθμό που υπάρχουν και αναδεικνύονται και το κύρος της Εκκλησίας και το κύρος του κράτους το οποίο θα πρέπει ανεμπόδιστα να ρυθμίζει τις σχέσεις του με τους πολίτες.

Το αποφεύγετε. Δεν το θέλετε. Πρόκειται για συντηρητισμό μόνο; Όχι. Πρόκειται για την επιλογή των πελατειακών σχέσεων. Δεν θέλετε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να απολέσετε την πελατειακή σχέση με όλους τους αγαπητούς συμπολίτες οι οποίοι θρησκεύουν –και δικαίωμά τους να θρησκεύουν- και κάποιοι θέλουν και από το χώρο της Εκκλησίας να τους ποδηγετούν και μάλιστα όχι θρησκευτικά αλλά και πολιτικά.

Και αυτά είναι ζητήματα τα οποία πρέπει να δούμε. Και εμείς τα αναδεικνύουμε τούτη την ώρα σε σχέση με τη συζητούμενη πρόταση νόμου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Τα συζητούμε και τα αναδεικνύουμε γιατί αποτελούν τη βάση, αποτελούν το πεδίο πάνω στο οποίο στηρίζεται η πρόταση την οποία κάναμε.

Και βεβαίως, επειδή δεν είστε διατεθειμένοι να προστατέψετε αυτήν την βάση του εξορθολογισμού των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, δεν θέλετε να υπάρξει η διακριτότητα των ρόλων, εφευρίσκετε το επιχείρημα ότι δεν είναι ολοκληρωμένη η πρότασή σας, ότι έχει κενά, ότι έχει ελλείψεις. Και σας είπαμε και εγώ και ο κ. Δραγασάκης στη Διαρκή Κοινοβουλευτική Επιτροπή ότι αν έχετε αντιρρήσεις νομοτεχνικού χαρακτήρα, ελάτε όλοι μαζί να αντιμετωπίσουμε τυχόν ελλείψεις και τυχόν ατέλειες. Όμως, είναι ψευδεπίγραφος ο λόγος που διατυπώσατε και διατυπώνετε ακριβώς διότι δεν θέλετε να διαρραγεί αυτό το απαράδεκτο καθεστώς των πελατειακών σχέσεων, ακριβώς γιατί δεν θέλετε να αποκρούσετε πιέσεις στο όνομα του λεγόμενου πολιτικού κόστους.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι –ολοκληρώνω, κυρία Πρόεδρε- ετέθη ένα ερώτημα. Είναι καιρός; Υπάρχει καταλληλότητα χρόνου για μια τέτοια ρύθμιση και άλλες συναφείς που θα διαμορφώνουν τη διακριτότητα των ρόλων κράτους και Εκκλησίας; Βεβαίως είναι καιρός. Χρόνια ολόκληρα ακούμε ότι δεν είναι κατάλληλη στιγμή. Δεν ήταν κατάλληλη στιγμή το 1996. Δεν ήταν κατάλληλη στιγμή στην αναθεωρητική διαδικασία του έτους 2001. Δεν ήταν κατάλληλη στιγμή το 2005 που καταθέσαμε πρόταση νόμου για τον κοινό νομοθέτη. Δεν ήταν κατάλληλη στιγμή στην αναθεωρητική διαδικασία του 2007. Εν τέλει, η καταλληλότητα της στιγμής από τι εξαρτάται; Προφανώς από την άνεση προσαρμογής που έχετε στην απαράδεκτη λογική των πελατειακών σχέσεων.

Σας ευχαριστώ.



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ