ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

14/06/2018

Ομιλία του Γ. Κατρούγκαλου, Αν.Υπ.Εξωτερικών, στην συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης



.

Ολόκληρη η ομιλία από τα πρακτικά της βουλής

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα προσπαθήσω να απαντήσω στα λίγα επιχειρήματα που μπόρεσα να αλιεύσω από τις κραυγές που ακούστηκαν δίνοντας μια έμφαση στα δύο μοναδικά ζητήματα, που νομίζω ότι και καλόπιστοι άνθρωποι μπορεί να αναρωτηθούν αν έχουμε πράγματι μια εθνικά επωφελή συμφωνία, που αφορούν το ζήτημα της ταυτότητας και της γλώσσας.
Εισαγωγικά λέω ότι ο ελέφαντας που υπάρχει στο δωμάτιο δεν είναι μόνο η συμφωνία αυτή καθ’ αυτή, αλλά και η προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας ενώπιον μιας προφανώς εθνικά επωφελούς συμφωνίας, πολύ καλύτερης αυτής που είχαν διαπραγματευτεί οι ίδιοι όταν ήταν στην Κυβέρνηση, η οποία αρχικά προσπάθησε να θέσει τον πήχη της διαπραγμάτευσης πολύ ψηλά και όταν, παρόλα αυτά, καταφέραμε να ξεπεράσουμε και αυτά τα υψηλά στάνταρ, που εμείς οι ίδιοι θέσαμε στον εαυτό μας, να προσπαθήσουν τώρα να εμφανίσουν το άσπρο ως μαύρο.
Είχαμε πράγματι μια κίνηση εκκρεμούς των θέσεων του Αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας: από την εθνική θέση για τη σύνθετη ονομασία, όπως είχε διαμορφωθεί τουλάχιστον από το 1995 με την ενδιάμεση συμφωνία και εδώ, μέχρι εθνικιστικές κραυγές, που ουσιαστικά δικαιώνουν τον διανοούμενο που έγραψε σήμερα στην Εφημερίδα των Συντακτών ότι είναι σαν ο Αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας να θέλει να πάρει την εντολή σχηματισμού της Κυβέρνησης από τον κ. Ιβανόφ.

Η σύμπτωση, δηλαδή, των ακραίων εθνικιστικών κύκλων που θέλουν να ματαιώσουν τη συμφωνία αποτελεί στην πραγματικότητα μια πλήρη υπονόμευση και ματαίωση της εθνικής θέσης.
Και σήμερα δεν άκουσα από τη Νέα Δημοκρατία αν εξακολουθούν να θεωρούν ότι η σύνθετη ονομασία αποτελεί ακόμη τμήμα της εθνικά αποδεκτής λύσης, όπως είχε συμφωνηθεί.
Αντιπαρέρχομαι γρήγορα τα επιχειρήματα, που ένας συνεπής αναγνώστης θα μπορούσε να δει διαβάζοντας με προσοχή τη συνθήκη.
Άκουσα από τον πρώτο εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας ότι δεν υπάρχει erga omnes, διότι προβλέπονται μεταβατικές περίοδοι στο άρθρο 1 παράγραφος 10 για την αντικατάσταση των εγγράφων.
Πρόκειται για καθαρή διαστρέβλωση ή για αδυναμία ανάγνωσης. Το άρθρο 1 παράγραφος 9, η προηγούμενη ρύθμιση, λέει ρητά ότι οποιοδήποτε νέο διοικητικό έγγραφο εκδοθεί στο μέλλον θα έχει την ονομασία «Βόρεια Μακεδονία». Υπάρχουν, όμως, εκατομμύρια, ενδεχομένως δεκάδες εκατομμύρια ήδη υφιστάμενα έγγραφα. Για την ανανέωση αυτών των εγγράφων είναι προφανές ότι πρέπει να προβλεφθεί μια μεταβατική προθεσμία, ακριβώς γιατί εμείς θέλουμε αυτή η συμφωνία να εφαρμοστεί. Kαι αν ζητούσαμε από την άλλη πλευρά, όχι απλώς την αυτονόητη υποχρέωση ό,τι εκδίδεται στο μέλλον να έχει την ονομασία που συμφωνήθηκε, αλλά και την αυτόματη αντικατάσταση των υφιστάμενων εγγράφων, θα ζητούσαμε κάτι το αδύνατο.
Τα θέματα της ταυτότητας, της εθνότητας και της γλώσσας θα είναι ο κορμός της ομιλίας μου.
Για τα θέματα τα συνταγματικά που, επίσης, κατά τη γνώμη μου, προβλήθηκαν ως προφάσεις εν αμαρτίαις, ένας πρωτοετής του Συνταγματικού Δικαίου θα σας έλεγε τα δύο προφανή πράγματα: ότι οι διεθνείς συμφωνίες συνάπτονται με την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού Εξωτερικών, κυρώνονται και από την κύρωση και μετά τίθενται μόνο σε ισχύ και, στη συνέχεια, εκδίδονται και δημοσιεύονται με την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας και την εντολή του να δημοσιευθεί ο κυρωτικός νόμος. Ο ισχυρισμός από νομική άποψη ότι δεσμεύεται ένα κράτος με την υπογραφή και ότι υπάρχουν τετελεσμένα νομικά που δεν ανατρέπονται είναι αυταπόδεικτα ψευδής.
Δύο ιστορικά παραδείγματα θα σας πω: Ο πρόεδρος Ουίλσον διαπραγματεύθηκε τη σύναψη της συμφωνίας για την Κοινωνία των Εθνών. Δεν την πέρασε ποτέ από το Αμερικανικό Κογκρέσο, δεν μπόρεσε, και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έγιναν ποτέ μέλος της Κοινωνίας των Εθνών. Αντίστοιχη ήταν και η τύχη της συμφωνίας «Start ΙΙΙ», «Start ΙΙ» του 1993.
Ας πάμε, όμως, στην ουσία. Υπάρχει αναφορά στην εθνότητα στη συμφωνία την οποία θα φέρουμε για κύρωση; Προσοχή! Θα τη φέρουμε σε κύρωση, όταν η άλλη πλευρά έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της, που είναι διπλωματική επιτυχία. Και η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να την ακυρώσει ζητώντας μια προέγκριση, που από πουθενά στο Σύνταγμα δεν προκύπτει και που θα ήταν αντίθετη με το πολιτικό κεκτημένο της διαπραγμάτευσης. Στη συνθήκη δεν υπάρχει καμμία αναφορά σε εθνότητα ή εθνικότητα ούτε θα μπορούσε να υπάρχει. Υπάρχει αναφορά στην ιθαγένεια, στην υπηκοότητα.
Ανοίξτε τα διαβατήριά σας, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας. Εκεί θα δείτε ότι ο όρος «nationality» είναι ακριβώς ο όρος «ιθαγένεια» ή «υπηκοότητα», ο νομικός δεσμός δηλαδή του πολίτη με το κράτος. Δεν είναι η εθνότητα, γιατί με την εθνότητα δεν ασχολείται και ούτε μπορούσε να ασχοληθεί η συμφωνία. Είναι ζήτημα συνείδησης και αυτοπροσδιορισμού.
Αυτό που πετυχαίνει η συμφωνία είναι να αποσυνδέσει την ταυτότητα του γειτονικού κράτους, στην οποία έχουν δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, από την ελληνική ιστορία και από κάθε επιχείρημα ή πρόσχημα αλυτρωτισμού απέναντι στην ελληνική Μακεδονία.
Με λίγα λόγια, ξεχωρίζει τη γεωγραφία από την ιστορία, γιατί είναι αναμφισβήτητο ότι η αρχαία Μακεδονία ήταν ελληνική. Εξίσου αναμφισβήτητο, όμως, είναι ότι στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας ήδη από τον 6ο-7ο αιώνα υπάρχουν σλαβικά φύλα και την περίοδο της εθνογένεσης, τον 19ο αιώνα, ισχύει αυτό που περιγράφει ο Τρικούπης σε ομιλία του το 1880.
Σας διαβάζω: «Η Μακεδονία δύναται να διαιρεθεί εις τρία τμήματα: τη μεσημβρινήν, ήτις είναι και θα είναι ελληνική οτιδήποτε και αν συμβεί, την κεντρικήν, την περιλαμβάνουσα ελληνικούς πληθυσμούς και την αρκτικήν, δηλαδή τη βόρεια, την μη οικουμένην υφ’ Ελλήνων». Σε μεταγενέστερή του συνέντευξη λέει την περίφημη φράση «όταν έλθει ο μέγας πόλεμος, η Μακεδονία θα γίνει ή ελληνική ή βουλγαρική κατά τον νικήσαντα».
Η ζωή δεν αποδείχθηκε τόσο δυαδική, άσπρο-μαύρο. Δεν είχαμε μόνο τον βουλγαρικό εθνικισμό, που ήταν ο βασικός αντίπαλός μας στον μακεδονικό αγώνα, είχαμε και τον σερβικό εθνικισμό, είχαμε και μια μερίδα πληθυσμού, που μολονότι ήταν Σλάβοι δεν αυτοπροσδιορίζονταν εθνικά ανάλογα με τον βουλγαρικό ή τον σερβικό εθνικισμό.
Πώς τους περιγράφει αυτούς ο Μυριβήλης στο «Η ζωή εν τάφω»; Το μυθιστόρημα είναι αυτοβιογραφικό, όπως ξέρετε. Τον περιθάλπουν χωριάτες «που τη γλώσσα τους την καταλαβαίνουν περίφημα και οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι. Όμως, αντιπαθούν τους πρώτους, τους Βουλγάρους, γιατί τους πήραν τα παιδιά τους στον στρατό. Μισούν τους δεύτερους, που τους κακομεταχειρίζονται για Βουλγάρους και κοιτάνε με αρκετή συμπαθητική περιέργεια εμάς, τους περαστικούς Ρωμιούς, επειδή είμαστε πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του Πατριάρχη. Κι είναι και οι τάφοι των προεστών και των παπάδων τους που είναι σκαλισμένοι με τα ιερά και μυστηριώδη ελληνικά γράμματα. Αυτά μας κάνουν προνομιούχους αντίκρυ στα μάτια τους, μολονότι δεν θέλουν αυτοί να είναι μήτε Μπουλγκάρ, δηλαδή Βούλγαροι, μήτε Σρρπ, δηλαδή Σέρβοι, μήτε Γκρρτς, Έλληνες, μοναχά Μακεντώνορτοντόξ».
Αυτούς τους ανθρώπους δεν τους λέγαμε Σκοπιανούς σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, τους λέγαμε Σλαβομακεδόνες και ως προς την ταυτότητά τους τίποτα δεν αναφέρει η Συμφωνία.
Τι παραδέχθηκαν οι ίδιοι για πρώτη φορά επίσημα; Κάτι το ιστορικά αυταπόδεικτο, αλλά που άλλα εθνικιστικά καθεστώτα της γείτονος το διεκδικούσαν: ότι καμία σχέση δεν έχει η δική τους ταυτότητα με την ελληνική ιστορία της Μακεδονίας. Καμία σχέση δεν έχουν με τον Μέγα Αλέξανδρο και έχουν αναλάβει ρητή υποχρέωση να ανακαλέσουν όπου και να βρίσκεται το σύμβολο του Ήλιου της Βεργίνας, μαζί και με όλα τα άλλα ιστορικά μνημεία που ανατρέχουν στη δική μας περίοδο.
Και γιατί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται η εθνότητα; Γιατί η αυτοδιάθεση των λαών, έλεγαν οι κλασικοί του μαρξισμού, ο αυτοπροσδιορισμός, λέει σήμερα το Διεθνές Δίκαιο, είναι δικαίωμα που δεν προσδιορίζεται τόσο πολύ από αντικειμενικούς κανόνες, αλλά από το τι αισθάνεται αυτός που αυτοπροσδιορίζεται.
Ο Ρενάν μιλώντας για την Αλσατία έλεγε ότι από πλευράς γλώσσας, αίματος, εδάφους, ιστορίας θα έπρεπε να είναι Γερμανοί. Όμως, οι ίδιοι θέλουν να είναι Γάλλοι και αυτό φτάνει για να τελειώσει η συζήτηση.
Άρα, το έθνος προσδιορίζεται όχι αντικειμενικά, αλλά υποκειμενικά. Δεν είναι δουλειά της διεθνούς Συνθήκης να το καθορίσει. Εμείς τι θέλαμε να κάνουμε; Να άρουμε οτιδήποτε θα μπορεί στο μέλλον να είναι πηγή αλυτρωτισμού και έντασης μεταξύ των κρατών και αυτό το πετύχαμε με πολύ καλύτερο τρόπο από οποιαδήποτε διαπραγμάτευση στο παρελθόν. Στο κάτω-κάτω πατρίδα είναι αυτό που αγαπάμε. Και εμείς δεν θέλουμε να στερήσουμε την πατρίδα από κανέναν λαό. Θέλουμε να ζήσουμε ομαλά και ειρηνικά μαζί τους και να μην υπάρχει τίποτα να μας χωρίζει.
(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ)
Κύριε Πρόεδρε, ζητώ την επιείκειά σας, διότι θα ήθελα να πω δύο λόγια για τη γλώσσα. Μόνοι τους την έλεγαν μακεδονική. Εμείς τη λέγαμε σλαβομακεδονική και καμιά φορά και εμείς απλώς μακεδονική.
Ο Παύλος Μελάς σε μια επιστολή του στις 16 Μαρτίου 1904 μιλάει για τον γνωστό μακεδονομάχο, τον Καπετάν Κώτα, που όλοι ξέρουμε ότι δεν μίλαγε ελληνικά. Λέει στην επιστολή: «ωμίλησε μακεδονικά», μετέφραζε στα ελληνικά ο Πύρζας.
Ο στυλοβάτης της εθνικοφροσύνης, ηγέτης του κόμματός σας, ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας στις 17 Σεπτεμβρίου 1959 λέει στη Βουλή: «Εις το ζήτημα της γλώσσης πολλά δύνανται να λεχθούν. Πρώτον, εις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν». Πετάγεται ένας πιο εθνικόφρων και του λέει: «Μακεδονική γλώσσα δεν υπήρξεν ποτέ. Μόνο η ελληνική γλώσσα υπήρξεν εις την Μακεδονίαν. Μην χρησιμοποιείτε τοιαύτας εκφράσεις».
AB)
Και απαντά ο κακομοίρης ο Αβέρωφ: «Κύριε συνάδελφε, εάν μου εκάματε την τιμήν να με παρακολουθήσετε, θα βλέπατε ότι είπον ότι εις την Μακεδονίαν ομιλείται η ελληνική και εις τινα σημεία ένα τοπικόν ιδίωμα», αυτό που λέει ο κ. Μπαμπινιώτης, το σλαβομακεδονικό. Και συνεχίζει: «Κατά ποίαν λογική, όμως, θα ηθέλατε η Ελληνική Κυβέρνησις να είπη εις την γιουγκοσλαβικήν, με μίαν γλώσσαν όπως η μακεδονική, την οποία το Σύνταγμα έχει μεταξύ των επισήμων γλωσσών, να είπη ότι εγώ θέλω να την καταργήσετε; Είναι ωσάν να είπωμεν ότι πρέπει να καταργηθεί το Σύνταγμά της».
Και δεν το είπε μόνο ο Αβέρωφ αυτό. Όπως γνωρίζετε, στην Τρίτη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων που έγινε το ’77, συζητήθηκαν πράγματι τεχνικά θέματα, πώς θα ονομάζονται τα τοπωνύμια. Τι αναγνώρισε, όμως, τότε η χώρα μας; Ότι στη διπλανή χώρα υπάρχουν δύο γλώσσες: Η σερβοκροατική και η μακεδονική. Και από τη στιγμή που αυτό το αναγνωρίσαμε, ακόμη και όταν εγέρθηκαν αντιρρήσεις το 2007 και το 2012, ήταν κάτι που το είχαμε συμφωνήσει και που ο ΟΗΕ το είχε συμπεριλάβει στον επίσημο κατάλογο, στο πινάκιό του -όχι των επίσημων γλωσσών, στο επίσημο πινάκιο των γλωσσών που αναγνωρίζει για τα τοπωνύμια- και από εκεί και μετά δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί.
Ολοκληρώνω. Δεν υπάρχει καλόπιστος άνθρωπος που έχει διαβάσει τη συμφωνία, που να μην αναγνωρίσει ότι καλύψαμε στο 110% αυτό που ήταν η εθνική θέση από το 1995, γιατί προσθέσαμε και τη συνταγματική αναθεώρηση σε αυτό, κάτι που δεν ήταν ποτέ από τα προαπαιτούμενα που οι ελληνικές κυβερνήσεις έθεταν.
Εγώ θεωρώ -και θα το πω ειλικρινά- αυτήν την πρόταση μομφής που καταθέσατε την πιο μακροσκελή επιστολή αυτοκτονίας. Αυτοκτονήσατε πολιτικά. Πρώτα-πρώτα, γιατί αρνιέστε τον εαυτό σας. Αρνιέστε τον εαυτό σας, γιατί αρνείστε την εθνική θέση που διαμόρφωσε, συνδιαμόρφωσε ο Καραμανλής και ο Μητσοτάκης. Δεν σας κάνει εντύπωση ότι ο κ. Σαμαράς επικαλέστηκε τάχα -αυτός που καθύβριζε βέβαια το ’90- τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου, αλλά όχι τον Μητσοτάκη; Έχετε ξεχάσει τι έλεγε ο αείμνηστος Μητσοτάκης για τον κ. Σαμαρά; Δεν ανησυχείτε για ότι η παράταξή σας, που είναι μια από τις παραδοσιακές ιστορικές παρατάξεις της χώρας έχει ζητήσει ακροδεξιές αυτή τη στιγμή ατραπούς, που καμία σχέση δεν έχουν με την παράδοση των Αρχηγών τους; Δεν αισθάνεστε …
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Νικόλαος Βούτσης): Συντομεύετε, παρακαλώ.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ (Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών): Ολοκληρώνω, κύριε Πρόεδρε.
Αν είχα εδώ τον κ. Μητσοτάκη, θα τον ρώταγα. Αυτά είναι ζητήματα πολιτικής παράδοσης του ίδιου και της οικογένειάς του. Μπορεί να τα ξεπεράσει αυτά. Στο κάτω-κάτω, ο κάθε πολιτικός και ο κάθε άνθρωπος δικαιούται να είναι πατροκτόνος αν προωθεί τις ιδέες τις δικές του. Είναι δικές του, όμως, αυτές οι ιδέες; Ο ίδιος δεν ήθελε να εμφανίζεται ως μεταρρυθμιστής πολιτικός που αυτήν την παράταξη της Νέας Δημοκρατίας, την παράταξη που μαζί με το παλαιό ΠΑΣΟΚ ήταν οι δυνάμεις της διαπλοκής, οι δυνάμεις που έφεραν την χώρα στο τέλμα των μνημονίων, θα την έφερνε σε μια νέα άνοιξη; Αυτή είναι η ανανέωση του κ. Μητσοτάκη, η ταύτισή του με ό,τι ακροδεξιό, ό,τι αντιδραστικό έχει να δείξει η ελληνική εθνικοφροσύνη; Γι’ αυτόν τον λόγο, λοιπόν, ζητώ να απορριφθεί η πρόταση μομφής και να δώσετε την ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση.
(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ)



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ