ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

16/06/2018

Η ομιλία της Ελένης Αυλωνίτου στην πρόταση δυσπιστίας



.

Ολόκληρη η ομιλία από τα πρακτικά της βουλής

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, μέχρι τώρα έχουν ακουστεί πολλές απόψεις μέσα σε αυτήν την Αίθουσα για την επικείμενη Συμφωνία με τα Σκόπια, σχετικά με το ονοματολογικό της γείτονας χώρας.
Επιτρέψτε μου, όμως, να έχω μια διαφορετική προσέγγιση, να αναφερθώ σε κάποια ντοκουμέντα, σε κάποια στοιχεία που πολλοί μεν γνωρίζετε, αλλά τα προσπερνάτε. Είναι, όμως, πλήρως διαφωτιστικά για την ιστορική διαδρομή μιας υπόθεσης που έχει ταλανίσει τη χώρα εδώ και 26 χρόνια.
Διαβάζω, λοιπόν, από τα Πρακτικά της Βουλής το 1993. Στο Βήμα είναι ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης: ««Παρακολούθησα τη συζήτηση και πρέπει να σας πω με κάθε ειλικρίνεια ότι δεν είμαι ικανοποιημένος απ’ αυτά που άκουσα. Άκουσα την μακρά φραστική απολογία του κ. Σαμαρά και θα ήθελα να πω ότι εάν ανατρέξουμε στο παρελθόν, κρίσιμη καμπή στο θέμα των Σκοπίων ήταν η 16η Δεκεμβρίου 1991.
Δεν μπορούσε η Ελλάς να σταματήσει την αναγνώριση της Κροατίας και της Σλοβενίας εκείνη την εποχή. Μπορούσε, όμως, αδιαμφισβήτητα να πετύχει πλήρη λύση του προβλήματος των Σκοπίων τότε. Καλύτερη στιγμή δεν μπορούσαμε να βρούμε.
Υπήρχε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία έδινε οδηγίες στον Υπουργό Εξωτερικών και πριν ξεκινήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες που ήμασταν μαζί για να πάει στις Βρυξέλλες, του είπα: «Να αντιταχθείς στην Γερμανία. Εάν, όμως, δεν μπορέσεις να υποχωρήσει, να επιμείνεις στην άποψη της μη διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Κοίταξε τώρα που έχει τόσο μεγάλη ανάγκη η Γερμανία, μπορείς να πετύχεις πλήρη ικανοποίηση των ελληνικών θέσεων στο θέμα των Σκοπίων».
Και δεν το πέτυχε ο κ. Σαμαράς. Δεν τον κατηγορώ γιατί δεν το πέτυχε. Νέος ήταν, αδύναμος ήταν. Όμως, ήταν ανάγκη από εκεί και πέρα να προχωρήσει εκεί που προχώρησε; Και θα πω και κάτι άλλο ακόμα. Δεν μου κάνει εντύπωση γιατί δεν έδωσε τη μάχη εκείνη, γιατί δεκατέσσερις μέρες πριν, στις 2 Δεκεμβρίου 1991, στο ίδιο το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών είχε δεχθεί κατά τη συζήτηση του Κανονισμού να αναφερθεί η Δημοκρατία αυτή με σκέτο το όνομα «Μακεδονία» και είχε απλώς διατυπώσει επιφύλαξη, αλλά είχε δεχθεί να μπει στο κείμενο ως Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ο πρώην, λοιπόν, Υπουργός Αντώνης Σαμαράς ο οποίος όχι μόνο υπήρξε Μακεδονομάχος, αλλά έριξε και την Κυβέρνηση Μητσοτάκη με το επιχείρημα ότι ήταν υποχωρητική στο θέμα των Σκοπίων, άνοιξε τον δρόμο χωρίς επιστροφή και με πολλές περιπέτειες.
Στις 17 Ιανουαρίου 1993 ο Κυριάκος Μητσοτάκης δίνει συνέντευξη στον δημοσιογράφο Στέφανο Κασιμάτη για το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας. Στην ερώτηση του δημοσιογράφου για το πώς κρίνει την έξαρση του εθνικισμού ή, κατά άλλους, του πατριωτισμού γύρω από το Μακεδονικό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντάει: «Η δική μου εντύπωση –και το λέω με βαριά καρδιά- είναι ότι το Μακεδονικό δεν μπορεί να είναι το πρώτο θέμα της εξωτερικής πολιτικής μας. Το Μακεδονικό είναι σημαντικό όχι αυτό καθ’ αυτό, αλλά για τη συμβολικότητά του. Δεν μπορώ να δω τη Δημοκρατία των Σκοπίων να αποτελεί ουσιαστικό γεωπολιτικό κίνδυνο για την Ελλάδα».
Σε επόμενη ερώτηση του δημοσιογράφου για τον ρόλο που έπαιξε ο παράγων «κοινή γνώμη» στη διαμόρφωση αυτής της πολιτικής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντάει: «Η ύπαρξη ενός ρεύματος εθνικισμού είναι περιοριστική για μια κυβέρνηση. Και τούτο, διότι γνωρίζει ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα διαφορετικό από εκείνο που προσδοκά η κοινή γνώμη, δεν θα γίνει αποδεκτό. Αυτό είναι προβληματικό, διότι η Ελλάδα ξεκινάει διαπραγματευτικά με μια απόλυτη θέση. Η θέση αυτή μπορεί να γίνει τη στιγμή αυτή να γίνει αποδεκτή από την Κοινότητα. Αλλά πρέπει να καταλάβει ο κόσμος ότι δεν γίνεται αποδεκτή χωρίς κόστος. Αποσπούμε τώρα κάτι που ίσως στο μέλλον να έχει μικρότερη σημασία από κάτι άλλο που τότε δεν θα μας δίνεται».
Είκοσι πέντε χρόνια μετά από τη θέση του Αρχηγού του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης επενδύει σε αυτόν τον εθνικισμό που άλλοτε καταδίκαζε και που φαντάζει ως άρμα για την εξουσία. Όπως, όμως, και στα άλλα πεδία της πολιτικής που διαχειρίζεται, αποποιείται και καταστρέφει την μετριοπαθή και κεντροδεξιά παράδοση, που έχουν δημιουργήσει οι προκάτοχοί του και συγγενείς του ακόμα. Τι και εάν αγωνίστηκε η αδελφή του, Υπουργός των Εξωτερικών στην κυβέρνηση Καραμανλή να μαζέψει τα ασυμμάζευτα σεβόμενη την παρακαταθήκη του πατέρα της;
Στις προσπάθειές της να καλυτερεύσει την τελική πρόταση του προκατόχου της κ. Μολυβιάτη, δηλαδή «Δημοκρατία της Μακεδονίας-Σκόπια», που είχε εκφραστεί ως τελική πρόταση της χώρας στις 27 Οκτωβρίου 2005, η κυρία Μπακογιάννη ενημέρωσε τον Αμερικανό Πρέσβη στις 4 Δεκεμβρίου 2007 ότι η κυβέρνηση Καραμανλή έχει λάβει μια τολμηρή πολιτική απόφαση να υποστηρίξει ένα σύνθετο όνομα που περιλάμβανε τη λέξη «Μακεδονία» και κέρδισε τη συμφωνία του Κοινοβουλίου. Ενώ σε επόμενη συνάντησή της με τον ίδιο πρέσβη στις 3 Μαρτίου 2008 ανέφερε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να δεχθεί «Άνω Μακεδονία» ή «Νέα Μακεδονία».
(Στο σημείο αυτό χτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας της κυρίας Βουλευτού)
Μάλιστα, ως Υπουργός, είχε δεχθεί εκείνη την εποχή μια ομάδα bloggers στο γραφείο της στο Υπουργείο Εξωτερικών όπου απαντώντας στο σχετικό θέμα απάντησε: «Το Νέα Μακεδονία είναι μερικός γεωγραφικός προσδιορισμός με την έννοια ότι η παλιά ήταν ολόκληρη και η νέα είναι ένα κομμάτι».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα σε αυτήν εδώ την Αίθουσα δεν εξετάζουμε την πρόταση δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας στην Κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου. Σήμερα ζούμε και συμπάσχουμε σε ένα οικογενειακό δράμα που, δυστυχώς, ταλαιπωρεί τη χώρα σε διάρκεια χρόνου. Ζούμε το δράμα της οικογένειας Μητσοτάκη στον πόλεμο με τον μακεδονομάχο Αντώνη Σαμαρά, που δεν διστάζει όχι μόνο να φέρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη αντιμέτωπο με την παρακαταθήκη του πατέρα του και τις προσπάθειες της αδελφής του κυρίας Ντόρας Μπακογιάννη για σύνθετη ονομασία, αλλά επιπλέον να οδηγήσει τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης σε θεσμικά ατοπήματα ζητώντας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραβιάσει κατάφωρα το Σύνταγμα.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Νικόλαος Βούτσης): Ευχαριστώ, κυρία Αυλωνίτου.
ΕΛΕΝΗ ΑΥΛΩΝΙΤΟΥ: Μισό λεπτό ακόμα, κύριε Πρόεδρε.
Καλά ξεμπερδέματα στην οικογένεια και στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Όσο για τον ελληνικό λαό, αυτός μπορεί να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία. Με τη σημερινή Κυβέρνηση η χώρα τελειώνει με τα μνημόνια, προχωράει στον δρόμο της ανάπτυξης και ανοίγει δρόμους στα Βαλκάνια να παίξει τον ρόλο που της αξίζει, αφήνοντας τους εθνικισμούς και αλυτρωτισμούς να δίνουν τη θέση τους στην πρόοδο, τη συνεργασία και τη συνανάπτυξη.



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ