ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

14/09/2020

Ρ. Σβίγκου: Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν επιλύονται με επικοινωνιακά τεχνάσματα

Ρ. Σβίγκου: Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν επιλύονται με επικοινωνιακά τεχνάσματα



Άρθρο της Ράνιας Σβίγκου, υπεύθυνης στην Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ για τον Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, στην ιστοσελίδα avgi.gr

 

Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν επιλύονται με επικοινωνιακά τεχνάσματα

Κάθε πολίτης που επιδιώκει την ειρήνη, τη συνεργασία και τις σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία, στη βάση του διεθνούς Δικαίου και της υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, δεν μπορεί παρά να είναι βαθύτατα προβληματισμένος, το τελευταίο διάστημα. Κι αυτό, δεν οφείλεται μόνο στην προφανή ένταση της τουρκικής προκλητικότητας στην περιοχή μας, στον διακηρυγμένο στόχο της κυβέρνησης Ερντογάν για την αναθεώρηση των Διεθνών Συνθηκών, στην προσπάθεια «γκριζαρίσματος» ζωνών του Αιγαίου.

Το κενό εθνικής στρατηγικής, οι αντιφατικές, και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της κυβέρνησης της ΝΔ, οι αποσπασματικές κινήσεις της στο διπλωματικό πεδίο, αλλά και η έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης προκαλούν απορίες και προβληματισμό, όχι μόνο για το ποιο είναι, πραγματικά, το συνολικό σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και για το αν υπάρχει.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις τελευταίες εξελίξεις, αναφορικά με την τριμερή του Βερολίνου. Την ώρα που ο κ. Μητσοτάκης ζητά εθνική συναίνεση, τόσο οι πολίτες, όσο και τα κοινοβουλευτικά κόμματα, μαθαίνουν, πρώτα από τουρκικές διαρροές, κι έπειτα, από άρθρο του πρωθυπουργού σε ξένα ΜΜΕ, ότι στην τριμερή του Βερολίνου δεν έγινε απλώς μια «συνάντηση υπηρεσιακών παραγόντων», όπως αρχικά ισχυριζόταν η κυβέρνηση,  αλλά κι ότι καταρτίστηκε και μια γραπτή συμφωνία, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία, μάλλον περιλάμβανε κι έναν οδικό χάρτη για το πώς θα αποκλιμακωθεί η ένταση. Αργότερα, βέβαια, ο υπουργός Επικρατείας, κ. Γεραπετρίτης, προσπάθησε να ερμηνεύσει το άρθρο του πρωθυπουργού, κάνοντας λόγο για «γραπτή κατανόηση», ενώ ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ έκανε λόγο για "αποτύπωση σε πρακτικά μίας προφορικής συμφωνίας", έχοντας κατά νου, ίσως, τους εσωκομματικούς συσχετισμούς στη ΝΔ, και τη στάση της ακροδεξιάς της πτέρυγας, όπως αυτή εκφράστηκε εύγλωττα από τη δήλωση του Α. Σαμαρά, ότι «δεν κάνουμε διάλογο με πειρατές».

Ανεξάρτητα από αυτό, όμως, το σημαντικότερο ζήτημα είναι η έλλειψη ενημέρωσης. Δεν είναι δυνατόν, για ένα τέτοιο κρίσιμο θέμα, η κυβέρνηση να μην παρουσιάζει στους πολίτες, στη Βουλή και στα πολιτικά κόμματα, το πνεύμα των σχεδιασμών της. Όπως δεν είναι δυνατόν, ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο, να αρνείται ο κ. Μητσοτάκης τη σύγκληση του Συμβουλίου πολιτικών αρχηγών.

Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, αντί να παρουσιάσει με ειλικρίνεια τα δεδομένα, προσπαθεί, με επικοινωνιακά τεχνάσματα, να κάνει το άσπρο μαύρο, νομίζοντας ότι, επειδή χρηματοδοτεί αδρά τα φιλικά της ΜΜΕ, μπορεί να μεταβάλλει και την πραγματικότητα. Υπενθυμίζουμε ενδεικτικά ότι, τη στιγμή που υπογραφόταν το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, και η χώρα μας δεν προσκαλείτο καν στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, η κυβέρνηση ισχυριζόταν ότι η Τουρκία βρίσκεται διεθνώς απομονωμένη. Τη στιγμή που το Oruc Reis έκανε έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, μας έλεγαν, τη μια ότι το σκάφος «βρίσκεται σε διεθνή ύδατα», την άλλη ότι«φύσαγε δυνατός αέρας και παρασύρθηκε», την τρίτη ότι, «λόγω θορύβου από τα παρακείμενα πλοία, δεν μπορούσε να κάνει έρευνα». Κι όταν ο ίδιος ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού, ο κ. Διακόπουλος, τόλμησε να πει την αλήθεια, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.

Ο εθνικισμός και η πατριδοκαπηλία, η ακραία ρητορική και τα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, οι μισές αλήθειες και η παραπληροφόρηση, αποτελούν προσφιλείς μεθόδους της ΝΔ. Το είδαμε και το ζήσαμε κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την Συμφωνία των Πρεσπών. Όλα αυτά είναι επιζήμια για την εξωτερική πολιτική, διότι δημιουργούν μια επίπλαστη εικόνα της πραγματικότητας και οδηγούν στην απόρριψη κάθε διπλωματικής επίλυσης των ζητημάτων.

Όμως τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν επιλύονται με επικοινωνιακά τεχνάσματα. Απέναντι στην πιο επιθετική Τουρκία των τελευταίων δεκαετιών, είναι απαραίτητο όσο ποτέ ένα συνολικό, συγκροτημένο σχέδιο εθνικής στρατηγικής, ικανό, όχι μόνο να αντιμετωπίζει διπλωματικά, αλλά και να προλαμβάνει τις τουρκικές κινήσεις, προασπίζοντας την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή μας, όπως και τα κυριαρχικά δικαιώματα.

Ένα τέτοιο σχέδιο προσπάθησε να υπηρετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησή του. Κορυφαίο αποτέλεσμα της ενεργητικής, πολυδιάστατης, φιλειρηνικής εξωτερικής πολιτικής του, αποτέλεσε, φυσικά, η Συμφωνία των Πρεσπών. Μέσα σε ένα χρόνο, ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος υποδαύλιζε το εθνικιστικό μίσος και διέδιδε θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τις Πρέσπες, σπατάλησε το πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Αντί της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, η χώρα μας ξαναγύρισε στον ρόλο του προβλέψιμου συμμάχου των ισχυρών, κάτι που διαπιστώσαμε και στο ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ. Διεθνείς πρωτοβουλίες ατόνησαν ή δεν χρησιμοποιήθηκαν καν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η Σύνοδος των Μεσογειακών Χωρών όπου, αντί να πρωτοστατήσει η Ελλάδα στη σύγκλησή της, όπως συνέβαινε επί ΣΥΡΙΖΑ, τελικά αυτή πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του προέδρου της Γαλλίας. Η ενεργητική εξωτερική πολιτική έδωσε ξανά τη θέση της στην πάγια τακτική των κυβερνήσεων της ΝΔ, δηλαδή στην αναβλητικότητα και στην παραπομπή των ανοιχτών ζητημάτων στις καλένδες.

Η μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος κατάφερε, για πρώτη φορά, στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου του 2018 να ενταχθούν τα πρώτα καταδικαστικά συμπεράσματα Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις ενέργειες της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τις πρώτες ευρωπαϊκές κυρώσεις για τις ενέργειές της έξω από την Κύπρο, τον Ιούνιο του 2019, δεν χρησιμοποιήθηκε καν από τη ΝΔ. Ένα πολύτιμο διπλωματικό εργαλείο αποτροπής, στο πλαίσιο της ΕΕ αχρηστεύθηκε, για να επανέλθει στην επικαιρότητα μόλις πρόσφατα. Χωρίς μάλιστα να συνοδεύεται από το, εξίσου απαραίτητο άλλο μισό τους, δηλαδή μια θετική προοπτική, στο πεδίο των ευρωτουρκικών σχέσεων, αναφορικά, για παράδειγμα, με την Τελωνειακή Ένωση ΕΕ-Τουρκίας, που θα έδινε ένα κίνητρο για την αποτροπή επιθετικών κινήσεων της Τουρκίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως κυβέρνηση, είτε ως αντιπολίτευση, διακήρυσσε και διακηρύσσει ότι η διαφορά με την Τουρκία οφείλει να επιλυθεί με διάλογο, διαπραγματεύσεις, διαύλους επικοινωνίας. Διαπραγματεύσεις που θα πρέπει να βασίζονται στο διεθνές Δίκαιο και στις Διεθνείς Συνθήκες, κι όχι σε απειλές, επιθετικές κινήσεις, προβολή της στρατιωτικής ισχύος στο πεδίο της διπλωματίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο τερματισμός των προκλητικών κινήσεων της Τουρκίας, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το αναγκαίο επόμενο βήμα, δηλαδή την επανεκκίνηση των διερευνητικών συνομιλιών για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ, και, στην περίπτωση που αυτές δεν καταλήξουν, στην προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Σήμερα, είναι απαραίτητη όσο ποτέ, μια πολυδιάστατη, ενεργητική, φιλειρηνική πολιτική,  όπως αυτή που χάραξε ο ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια. Διότι, μια πολιτική που ασκείται με πρώτιστο στόχο την ειρήνη, τη σταθερότητα, και που επιδιώκει τη συνεργασία και τη φιλία, είναι η μόνη πολιτική υπέρ των συμφερόντων του λαού. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβει η κυβέρνηση, τόσο το καλύτερο.



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ