ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

01/10/2020

Ερώτηση 44 βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία: «Διαγνωστικοί έλεγχοι για την πανδημία του κορονοϊού»

Ερώτηση 44 βουλευτών ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία: «Διαγνωστικοί έλεγχοι για την πανδημία του κορονοϊού»



Ερώτηση προς τους Υπουργούς Υγείας και Ανάπτυξης κατέθεσαν 44 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία σχετικά με τους διαγνωστικούς ελέγχους για την πανδημία του κορονοϊού, με πρωτοβουλία του βουλευτή Φθιώτιδας και αναπληρωτή Τομεάρχη Ανάπτυξης, αρμόδιου για την έρευνα και τεχνολογία, Γιάννη Σαρακιώτη.

Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία αναφέρουν πως η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης έχει πάψει το τελευταίο χρονικό διάστημα να ερμηνεύεται κατά τρόπο λογικό και επιστημονικό, με τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης να κρίνονται αποσπασματικές και άνευ συγκεκριμένου στρατηγικού ειρμού και με την οργάνωση σε επίπεδο πολιτικής διαχείρισης να παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

Η καταγραφή των εργαστηρίων, τα οποία είναι σε θέση να συνδράμουν στην προσπάθεια διενέργειας διαγνωστικών ελέγχων για την πανδημία του κορονοϊού δεν έχει υλοποιηθεί, με ευθύνη των Υπουργείων, με αποτέλεσμα να χαράσσεται η όποια κυβερνητική στρατηγική δίχως ορθολογισμό και, όπως φαίνεται, δίχως η πολιτική ηγεσία να ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί τα διατιθέμενα μέσα. Η Κυβέρνηση προβαίνει σε αποκλειστικά επικοινωνιακές κινήσεις, όπως η προμήθεια υψηλού κόστους μηχανημάτων, τα οποία άλλοτε παραμένουν πλήρως ανενεργά και άλλοτε υπολειτουργούν λόγω ελλείψεως εξειδικευμένου προσωπικού.

Τα συναρμόδια Υπουργεία, αντί να προωθήσουν λύσεις είτε στελεχώνοντας επαρκώς τα προκείμενα τμήματα είτε διοχετεύοντας ελέγχους προς τα ερευνητικά κέντρα, που μάλιστα έχουν αναπτύξει ίδια διαγνωστικά πρωτόκολλα, παραπέμπουν, κατ’ ουσία, τους πολίτες σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Η εν λόγω τακτική έχει δημιουργήσει εύλογες απορίες, αποτυπωμένες και σε σχετικά δημοσιεύματα, στο πλαίσιο των οποίων ο Καθηγητής του Ε.Κ.Π.Α. κ. Βασίλης Γοργούλης είχε αναρωτηθεί: «Περισσεύουμε; Δεν χρειάζεται η χώρα τις υπηρεσίες μας;», ενώ ο Διευθυντής στο Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης κ. Κώστας Σταματόπουλος είχε τονίσει: «Το κρίσιμο θέμα είναι η διενέργεια μεγάλου αριθμού τεστ, την οποία τα ερευνητικά κέντρα της χώρας είναι πανέτοιμα να συνδράμουν. Μόνο οι εκτενείς και ταυτόχρονα στοχευμένοι έλεγχοι θα επιτρέψουν τη σαφή αποτύπωση της πραγματικότητας, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων που θα περιορίσουν την εξάπλωση του ιού».

 

Παράλληλα, σύμφωνα με την Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ κα Φωτεινή Στυλιανοπούλου, το Ινστιτούτο εξασφάλισε στην αρχή της πανδημίας τα αναγκαία κονδύλια για να προχωρήσει σε ελέγχους. Όμως, στις αρχές Ιουλίου, αναγκάστηκε να τους αναστείλει εν απουσία νέας σύμβασης και επαρκών κονδυλίων. Όπως αναφέρει η κα Στυλιανοπούλου: «Συνεχίσαμε την εξέταση των δειγμάτων που έρχονταν σε εμάς διαθέτοντας τα απαραίτητα κονδύλια από το αποθεματικό μας και κάνοντας παράλληλα πιεστικά διαβήματα στον ΕΟΔΥ για την υπογραφή νέων συμβάσεων, ώστε να καλύπτονται οι διενεργούμενες εξετάσεις. Τα διαβήματα έπεσαν στο κενό και από τις αρχές Ιουλίου, μη υπάρχουσας νέας σύμβασης, σταματήσαμε να παραλαμβάνουμε δείγματα του ΕΟΔΥ».

 

Η αδρανοποίηση των επιστημονικών φορέων έχει ως αποτέλεσμα και το υψηλό οικονομικό κόστος για το Δημόσιο, καθόσον αχρείαστα μεγάλο μέρος των ελέγχων μεταφέρεται στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα με υψηλότατες χρεώσεις, με ανάλογη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων και των πολιτών. Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια εγκατάλειψης του επιστημονικού προσωπικού των ερευνητικών κέντρων, καθώς και των διατιθέμενων μέσων και ως εκ τούτου, η «υπο-αξιοποίησή» τους θεωρείται δυσερμήνευτη, ιδιαιτέρως σε μια περίοδο κατά την οποία το σύνολο – τουλάχιστον των ευρωπαϊκών – κρατών διαγκωνίζονται για τη μείωση της έξωθεν εξάρτησης των δημοσίων τομέων τους.

 

Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ρωτούν τους αρμόδιους Υπουργούς:

- Από ποιους φορείς εφαρμόζεται το πρωτόκολλο, το οποίο έχει αναπτυχθεί από ερευνητικά κέντρα;

- Ποιος είναι ο εξυπηρετούμενος αριθμός δειγμάτων καθημερινά από τα ερευνητικά κέντρα και ποια είναι τα περιθώρια ανάληψης εκ μέρους τους επιπλέον ελέγχων;

- Ποιες είναι οι δυνατότητες των ερευνητικών κέντρων και πως αυτές αξιοποιούνται από το Ελληνικό Δημόσιο;

- Ποιες είναι οι υπογραφείσες συμβάσεις του ΕΟΔΥ με ερευνητικά κέντρα;

 

* Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ερώτησης.

 

ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τους κ.κ. Υπουργούς
Υγείας
Ανάπτυξης και Επενδύσεων
Θέμα: «Διαγνωστικοί έλεγχοι για την πανδημία του κορονοϊού»

Η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης έχει πάψει το τελευταίο χρονικό διάστημα να ερμηνεύεται κατά τρόπο λογικό και επιστημονικό, με τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης να κρίνονται αποσπασματικές και άνευ συγκεκριμένου στρατηγικού ειρμού. Παρά το παγκοίνως αναγνωρισμένο γεγονός ότι η επιστημονική κοινότητα της χώρας έχει πράξει το καθήκον της και παρά την ήδη κεκτημένη εμπειρία, η οργάνωση σε επίπεδο πολιτικής διαχείρισης παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.

Η καταγραφή των εργαστηρίων, τα οποία είναι σε θέση να συνδράμουν στην προσπάθεια διενέργειας διαγνωστικών ελέγχων για την πανδημία του κορονοϊού δεν έχει υλοποιηθεί, με ευθύνη των Υπουργείων, με αποτέλεσμα να χαράσσεται η όποια κυβερνητική στρατηγική δίχως ορθολογισμό και, όπως φαίνεται, δίχως η πολιτική ηγεσία να ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί τα διατιθέμενα μέσα. Η Κυβέρνηση προβαίνει σε αποκλειστικά επικοινωνιακές κινήσεις, όπως η προμήθεια υψηλού κόστους μηχανημάτων, τα οποία άλλοτε παραμένουν πλήρως ανενεργά και άλλοτε υπολειτουργούν λόγω ελλείψεως εξειδικευμένου προσωπικού (βλ. τεχνολόγοι, βιολόγοι και ιατροί).

Τα συναρμόδια Υπουργεία, αντί να προωθήσουν λύσεις είτε στελεχώνοντας επαρκώς τα προκείμενα τμήματα είτε διοχετεύοντας ελέγχους προς τα ερευνητικά κέντρα, που μάλιστα έχουν αναπτύξει ίδια διαγνωστικά πρωτόκολλα, παραπέμπουν, κατ’ ουσία, τους πολίτες σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα. Η εν λόγω τακτική έχει δημιουργήσει εύλογες απορίες, αποτυπωμένες και σε σχετικά δημοσιεύματα,1 στο πλαίσιο των οποίων ο Καθηγητής του Ε.Κ.Π.Α. κ. Βασίλης Γοργούλης είχε αναρωτηθεί: «Περισσεύουμε; Δεν χρειάζεται η χώρα τις υπηρεσίες μας;», ενώ ο Διευθυντής στο Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης της Θεσσαλονίκης κ. Κώστας Σταματόπουλος είχε τονίσει: «Το κρίσιμο θέμα είναι η διενέργεια μεγάλου αριθμού τεστ, την οποία τα ερευνητικά κέντρα της χώρας είναι πανέτοιμα να συνδράμουν. Μόνο οι εκτενείς και ταυτόχρονα στοχευμένοι έλεγχοι θα επιτρέψουν τη σαφή αποτύπωση της πραγματικότητας, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων που θα περιορίσουν την εξάπλωση του ιού».

Παράλληλα, σύμφωνα με την Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ κα Φωτεινή Στυλιανοπούλου, το Ινστιτούτο εξασφάλισε στην αρχή της πανδημίας τα αναγκαία κονδύλια για να προχωρήσει σε ελέγχους. Όμως, στις αρχές Ιουλίου, αναγκάστηκε να τους αναστείλει εν απουσία νέας σύμβασης και επαρκών κονδυλίων. Όπως αναφέρει η κα Στυλιανοπούλου: «Συνεχίσαμε την εξέταση των δειγμάτων που έρχονταν σε εμάς διαθέτοντας τα απαραίτητα κονδύλια από το αποθεματικό μας και κάνοντας παράλληλα πιεστικά διαβήματα στον ΕΟΔΥ για την υπογραφή νέων συμβάσεων, ώστε να καλύπτονται οι διενεργούμενες εξετάσεις. Τα διαβήματα έπεσαν στο κενό και από τις αρχές Ιουλίου, μη υπάρχουσας νέας σύμβασης, σταματήσαμε να παραλαμβάνουμε δείγματα του ΕΟΔΥ».

Η αδρανοποίηση των ως άνω και λοιπών επιστημονικών φορέων έχει ως αποτέλεσμα και το υψηλό οικονομικό κόστος για το Δημόσιο, καθόσον αχρείαστα μεγάλο μέρος των ελέγχων μεταφέρεται στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα με υψηλότατες χρεώσεις, με ανάλογη επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων και των πολιτών. Είναι αυτονόητο ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια εγκατάλειψης του επιστημονικού προσωπικού των ερευνητικών κέντρων, καθώς και των διατιθέμενων μέσων και ως εκ τούτου, η «υπο-αξιοποίησή» τους θεωρείται δυσερμήνευτη, ιδιαιτέρως σε μια περίοδο κατά την οποία το σύνολο – τουλάχιστον των ευρωπαϊκών – κρατών διαγκωνίζονται για τη μείωση της έξωθεν εξάρτησης των δημοσίων τομέων τους.

Μάλιστα, η επάρκεια των ερευνητικών κέντρων είχε αναγνωρισθεί από τον Πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη στο πλαίσιο τηλεδιάσκεψης στις 14 Απριλίου 2020, που είχε πραγματοποιηθεί με τους επικεφαλής αυτών, ενώ είχαν προηγηθεί στις 20 Μαρτίου τα συγχαρητήρια και οι ευχαριστίες της ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας. Πριν τεθούν στο περιθώριο, ο κ. Μητσοτάκης είχε δηλώσει για τους εν λόγω φορείς: «Είναι πάρα πολύ σημαντικό για εμάς να έχουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα, το οποίο εμπλέκει και τις δυνάμεις δέκα μεγάλων ιδρυμάτων της χώρας μας […] Θα ήθελα και πάλι να σας ευχαριστήσω, όλες και όλους, για τις ενδιαφέρουσες και καινοτόμες ιδέες που καταθέσατε στο δημόσιο διάλογο […] Να σας πω, πόσο περιμένουμε όλοι με μεγάλη προσδοκία τα αποτελέσματα της ερευνητικής σας δουλειάς και να σας συγχαρώ και πάλι για ό,τι έχετε κάνει». Έκτοτε η «ερευνητική δουλειά» των Ελλήνων επιστημόνων προχώρησε, αλλά δε βρήκε κανένα πρακτικό αντίκρισμα, τουλάχιστον στο μέτρο των κατεχόμενων από τα ίδια δυνατοτήτων.

Επειδή μόνο οι εκτενείς και ταυτόχρονα στοχευμένοι έλεγχοι θα επιτρέψουν τη σαφή αποτύπωση της πραγματικότητας και θα καταστήσουν εφικτή την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Επειδή τα ερευνητικά κέντρα ανά την επικράτεια διαθέτουν αναγνωρισμένες δυνατότητες (υπερδεκαπλασιασμένες εν σχέσει με την αρχή της πανδημίας) και είναι στελεχωμένα με υψηλής επάρκειας επιστημονικό προσωπικό, που μπορεί να συνδράμει στην έγκαιρη ανίχνευση του ιού.

Επειδή αποτελεί ύψιστο διακύβευμα η χρηστή και διαφανής διαχείριση των δημοσίων οικονομικών εν μέσω της υγειονομικής κρίσης.

Ερωτώνται οι αρμόδιοι Υπουργοί:

1. Από ποιους φορείς εφαρμόζεται το πρωτόκολλο, το οποίο έχει αναπτυχθεί από ερευνητικά κέντρα;

2. Ποιος είναι ο εξυπηρετούμενος αριθμός δειγμάτων καθημερινά από τα ερευνητικά κέντρα και ποια είναι τα περιθώρια ανάληψης εκ μέρους τους επιπλέον ελέγχων;

3. Ποιες είναι οι δυνατότητες των ερευνητικών κέντρων και πως αυτές αξιοποιούνται από το Ελληνικό Δημόσιο;

4. Ποιες είναι οι υπογραφείσες συμβάσεις του ΕΟΔΥ με ερευνητικά κέντρα;

Οι ερωτώντες Βουλευτές

Σαρακιώτης Ιωάννης

Αβραμάκης Ελευθέριος
Αλεξιάδης Τρύφων
Αμανατίδης Ιωάννης
Αναγνωστοπούλου Σία
Αυγέρη Δώρα
Βαρδάκης Σωκράτης
Βέττα Καλλιόπη
Γκαρά Αναστασία
Γκιόλας Ιωάννης
Δρίτσας Θεόδωρος
Ζεϊμπέκ Χουσεΐν
Ηγουμενίδης Νικόλαος
Καλαματιανός Διονύσιος
Καρασαρλίδου Φρόσω
Κασιμάτη Νίνα
Κατρούγκαλος Γεώργιος
Λάππας Σπύρος
Μάλαμα Κυριακή
Μάρκου Κώστας
Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος
Μιχαηλίδης Ανδρέας
Μουζάλας Ιωάννης
Μπαλάφας Ιωάννης
Μπάρκας Κωνσταντίνος
Νοτοπούλου Αικατερίνη
Παπαδόπουλος Σάκης
Παπαηλιού Γεώργιος
Παπαχριστόπουλος Θανάσης
Παππάς Νικόλαος
Πούλου Παναγιού
Ραγκούσης Ιωάννης
Σαντορινιός Νεκτάριος
Σκουρολιάκος Παναγιώτης
Σκούφα Μπέττυ
Τζούφη Μερόπη
Τριανταφυλλίδης Αλέξανδρος
Φάμελλος Σωκράτης
Φίλης Νικόλαος
Φωτίου Θεανώ
Χαρίτου Δημήτριος
Χαρίτσης Αλέξιος
Χρηστίδου Ραλλία
Ψυχογιός Γεώργιος



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ