ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

28/07/2021

Γ. Αμανατίδης: Νάρκη στα θεμέλια της εκπαίδευσης το νομοσχέδιο Κεραμέως - βίντεο

Γ. Αμανατίδης: Νάρκη στα θεμέλια της εκπαίδευσης το νομοσχέδιο Κεραμέως - βίντεο



«Νάρκη στα θεμέλια του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας» που αποσκοπεί «στην κατηγοριοποίηση των σχολείων, την αποδυνάμωση των εκπαιδευτικών και του συλλόγου διδασκόντων» χαρακτήρισε το νομοσχέδιο Κεραμέως, σήμερα, από το βήμα της Ολομέλειας, ο βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Γιάννης Αμανατίδης.

«Η δημοκρατία, ο διάλογος και η παιδαγωγική ελευθερία φεύγουν, ο κομματισμός, η ανασφάλεια και ο αυταρχισμός έρχονται» είπε, χαρακτηριστικά, ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών εξηγώντας τους λόγους και τις ανάλογες προθέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την Παιδεία, στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, τον οποίο υπηρετεί.

Η παιδεία» σε αυτό το μοντέλο, όπως ανέφερε, «προσφέρεται ως υπηρεσία και υπόκειται στους νόμους της αγοράς».

«Οι έχοντες μπορούν να την αγοράσουν, οι μη έχοντες αρκούνται σε ένα σχολείο χαμηλών προδιαγραφών. Η πολιτική αυτή οδηγεί στην πριμοδότηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης έναντι της δημόσιας» επισήμανε λέγοντας, στη συνέχεια, πως η κυβέρνηση της ΝΔ θέλει «τα σχολεία να είναι εργαλεία αναπαραγωγής των ανισοτήτων» ενώ ο σημερινός πρωθυπουργός αντιμετωπίζει τους μαθητές ως πελάτες.

«Η επίθεση που δέχεται η δημόσια εκπαίδευση, έχει έντονα ταξικά χαρακτηριστικά, και οδηγεί στη διάλυσή της» τόνισε, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη «να προσπαθεί να χτίσει το νέο, μεταμοντέρνο σχολείο της αγοράς, πάνω στα ερείπια του δημόσιου μαζικού δωρεάν σχολείου».

«Στην Παιδεία ως εμπόρευμα ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία αντιπαραθέτει την Παιδεία ως δημόσιο αγαθό» υποστήριξε, προσθέτοντας ότι «η εκπαίδευση είναι δικαίωμα, όχι προνόμιο ή χάρη και τα δικαιώματα των παιδιών αποτελούν συλλογική ευθύνη με τη δημόσια εκπαίδευση ως στοιχείο-κλειδί των δημοκρατικών δημόσιων πολιτικών».

«Η εκπαίδευση είναι ευθύνη του κράτους. Είναι ένα από τα καθήκοντα του κράτους να προσδιορίζει τους σκοπούς και τους στόχους των εκπαιδευτικών συστημάτων και να εξασφαλίζει πλήρη χρηματοδότηση για αυτούς» σημείωσε για να καταλήξει πως στην παιδεία του ατομικισμού-ωφελισμού, «αντιπαραθέτουμε την παιδεία των ουμανιστικών αξιών, με στόχο την κριτική συνειδητοποίηση του ατόμου που οδηγεί στη χειραφέτησή του».

«Γι’ αυτό το σχολείο, λοιπόν, αγωνιζόμαστε και γι’ αυτό η νεολαία , οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς θα επιβάλλουν την πολιτική προοδευτική κυβερνητική αλλαγή στη χώρα μας, που είναι περισσότερο από ποτέ, αναγκαία σήμερα» είπε.

 

Κύριε Πρόεδρε, κυρίες Υπουργοί, κυρίες και κύριοι βουλευτές,

Μια ακόμη νάρκη στα θεμέλια του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας μας, στόχος η κατηγοριοποίηση των σχολείων και η αποδυνάμωση των εκπαιδευτικών και του συλλόγου διδασκόντων.
Η δημοκρατία, ο διάλογος και η παιδαγωγική ελευθερία φεύγουν, ο κομματισμός , η ανασφάλεια και ο αυταρχισμός έρχονται. Αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του σχεδίου νόμου που συζητάμε.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές
Στην εκπαιδευτική πολιτική σήμερα υπάρχουν δυο επιλογές:
Η μία επιλογή, είναι αυτή που βρίσκεται στη λογική των μεγάλων δημοκρατικών και εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη και της παράδοσης του ελληνικού εκπαιδευτικού δημοτικισμού, αυτή που υπηρετεί το καθολικό ενιαίο εκπαιδευτικό σύστημα προσβάσιμο σε όλους. Δηλαδή, η ποιοτική δημόσια εκπαίδευση, η παιδεία των ουμανιστικών αξιών, όπου όλοι έχουν πρόσβαση, χωρίς αποκλεισμούς εισοδήματος, φυλής, φύλου, θρησκεύματος και ειδικών αναγκών και που αποτελεί το αποτελεσματικό αντιστάθμισμα στις κοινωνικές ανισότητες.
Η άλλη επιλογή είναι η νεοφιλελεύθερη. Η παιδεία προσφέρεται ως υπηρεσία και υπόκειται στους νόμους της αγοράς. Οι έχοντες μπορούν να την αγοράσουν, οι μη έχοντες αρκούνται σε ένα σχολείο χαμηλών προδιαγραφών. Η πολιτική αυτή οδηγεί στην πριμοδότηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης έναντι της δημόσιας. Το δημόσιο σχολείο και το πανεπιστήμιο δεν καταργούνται, αλλά εγκαταλείπονται στην τύχη τους. Με τον τρόπο αυτό η νεοφιλελεύθερη πολιτική επιδιώκει να προσδέσει την ποιότητα της εκπαίδευσης στην εισοδηματική θέση των οικογενειών. Συνακόλουθα, το σχολείο και η εκπαίδευση ευρύτερα, γίνονται εργαλεία αναπαραγωγής των ανισοτήτων, εργαλεία κοινωνικού διαχωρισμού.
Το όραμα για την παιδεία που προωθείται τώρα από κυρίαρχους διεθνείς οργανισμούς, είναι η οργάνωση μιας κοινής στοιχειώδους διδασκαλίας έως την ηλικία των 15 ή 16 ετών, εστιασμένης στις βασικές δεξιότητες και στην ατομική μάθηση. Αυτό καθιστά δυνατό να συμβαδίσει η επίτευξη των ελάχιστων εκπαιδευτικών στόχων, που θα απαιτούνται από όλους τους πολίτες, εργαζόμενους και καταναλωτές, με την επιθυμία να περιοριστεί το κόστος. Τα επόμενα έτη σπουδών θα αφιερώνονται στον διαχωρισμό σε ξεκάθαρα ιεραρχικές κατευθύνσεις.
Το όραμα αυτό συχνά δικαιολογείται στο όνομα του περιβόητου «εκσυγχρονισμού» και την επίφαση μιας αίσθησης «δικαίου» και στο νομοσχέδιό σας ως «αναβάθμιση» και ως «ενδυνάμωση»
Στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, σχεδιάζεται και υλοποιείται μια εκπαιδευτική πολιτική, που επιδιώκει να προσδώσει στο σχολείο τα βασικά χαρακτηριστικά μιας ανταγωνιστικής επιχείρησης. Χαρακτηριστική είναι η χρήση του διεθνούς εμποροβιομηχανικού προτύπου ISO 9000 ως πιστοποιητικού ποιότητας για την ικανοποίηση των μαθητών και των γονέων, που αντιμετωπίζονται σαν «καταναλωτές», «πελάτες»
Άλλωστε, σαφής ήταν πριν από λίγα χρόνια ο κ. Μητσοτάκης από το βήμα του 10ου Συνεδρίου του κόμματός για το πώς εννοεί τη δική του μεταρρύθμιση στον χώρο της Παιδείας: «Μια Παιδεία βασισμένη στον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ πολλαπλών επιλογών, με γνώμονα πάντα την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, σκεπτόμενοι πρώτα από όλα τους μαθητές, τους πραγματικούς πελάτες της Παιδείας».
Ελάχιστα βέβαια απασχολεί την κυβέρνηση αυτή το γεγονός, ότι μέσα σε κλίμα υποταγής και συμμόρφωσης στις απαιτήσεις των «πελατών» (γονέων και κηδεμόνων) και των διευθυντών των σχολείων, μέσα σε κλίμα άγχους και έντασης, ανελευθερίας και ανταγωνισμού, δίχως συνεργασία και επικοινωνία, δίχως συλλογικότητα και αλληλεγγύη, οι εκπαιδευτικοί είναι πολύ δύσκολο να διαμορφώσουν ελεύθερους, δημοκρατικά και κριτικά σκεπτόμενους πολίτες με αξίες και ιδανικά, πολίτες που θα σέβονται τη διαφορετικότητα και θα συνεργάζονται, επιδιώκοντας όχι μόνο το προσωπικό αλλά και το συλλογικό όφελος.
Σήμερα, η κυβέρνηση της ΝΔ, εργαλειοποιώντας την πανδημία, περνά τα πιο αντιδραστικά μέτρα σε βάρος της εκπαίδευσης και της κοινωνίας (ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, νόμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, πανεπιστημιακή αστυνομία, αξιολόγηση, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων) μέσα από αντιδραστικά νομοθετήματα αλλά και από τον αντιλαϊκό προϋπολογισμό του 2021. Ιδιαίτερα η επίθεση που δέχεται η δημόσια εκπαίδευση, έχει έντονα ταξικά χαρακτηριστικά, και οδηγεί στη διάλυσή της.
Από την έρευνα «Εμπορευματοποίηση και Ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης στο πλαίσιο του Covid-19», του παγκόσμιου συνδικάτου εκπαιδευτικών Education International, προκύπτει χωρίς καμιά αμφιβολία, πως ο περιορισμός του δημοσιονομικού κόστους για τη δημόσια εκπαίδευση που εφαρμόζουν διεθνώς οι κυβερνήσεις, μεταξύ αυτών και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, γίνεται στην πλάτη των εργαζόμενων (εκπαιδευτικών, ειδικό εκπαιδευτικό προσωπικό, βοηθητικό εκπαιδευτικό προσωπικό, προσωπικό καθαριότητας κ.ά.) και των φτωχών οικογενειών.
Εξάλλου και από την έρευνα «Η Κρυφή Ιδιωτικοποίηση στη Δημόσια Εκπαίδευση» του Ινστιτούτου της Εκπαίδευσης, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου: «Σε ολόκληρο τον κόσμο, εισάγονται μορφές ιδιωτικοποίησης στα δημόσια εκπαιδευτικά μας συστήματα. Πολλές από τις αλλαγές είναι αποτέλεσμα μελετημένων πολιτικών, που εφαρμόζονται συνήθως κάτω από τη σημαία της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης», με σημαντικότατες επιπτώσεις για την εκπαίδευση των μαθητών, την ισότητα και τις συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών και του υπόλοιπου εκπαιδευτικού προσωπικού. Άλλες αλλαγές εισάγονται χωρίς προειδοποίηση: αλλαγές στον τρόπο διοίκησης των σχολείων οι οποίες μπορεί να παρουσιάζονται ως «προσαρμογή στο πνεύμα των καιρών», αλλά, στην πραγματικότητα, αντανακλούν τον όλο και περισσότερο αγοραίο, ανταγωνιστικό και καταναλωτικό προσανατολισμό των κοινωνιών μας.
Και στις δύο περιπτώσεις, η τάση προς την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας εκπαίδευσης είναι κρυφή. Καμουφλάρεται από τη γλώσσα της «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης» ή εισάγεται λαθραία ως «εκσυγχρονισμός».
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Πολλές είναι οι μεταρρυθμιστικές απόπειρες που επιχειρήθηκαν στην εκπαίδευση από το 1834 -χρονολογία πρώτης θεσμοθέτησης του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα- μέχρι σήμερα. Οι «μεταρρυθμίσεις» αυτές περιορίζονταν κατά κανόνα σε γρήγορες, πρόχειρες και αποσπασματικές ρυθμίσεις κυρίως στο εξεταστικό σύστημα εισαγωγής στις Ανώτερες και Ανώτατες σχολές, στην εισαγωγή νέων αντικειμένων στα ωρολόγια προγράμματα ή στη συγγραφή νέων βιβλίων χωρίς την προηγούμενη αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων, ή στην καλύτερη περίπτωση, στην αναδιαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων με την προσθαφαίρεση ύλης και τον εκσυγχρονισμό της.
Για την υλοποίηση μιας ουσιαστικής, μιας πραγματικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, απαιτείται μακροχρόνιος στρατηγικός σχεδιασμός. Καταρχήν, πρέπει να προηγηθεί συστηματική και μακροχρόνια έρευνα από ειδικούς επιστήμονες για την αξιολόγηση και την επισήμανση των αδυναμιών του εκπαιδευτικού συστήματος. Το πόρισμα που θα προκύψει θα αποτελέσει τη βάση ευρύτατου κοινωνικού διαλόγου με τους εκπροσώπους όλων των εμπλεκόμενων φορέων της εκπαίδευσης –εκπαιδευτικές οργανώσεις, γονείς, μαθητές, φοιτητές, πανεπιστήμια-, ώστε οι τελικές επιλογές και τα μέτρα που θα αποφασιστούν να τύχουν της ευρύτερης δυνατής κοινωνικής συναίνεσης.
Τα νέα μέτρα που θα προκύψουν από τη διαδικασία που περιγράψαμε θα πρέπει να εφαρμοστούν, ώστε να υποστούν τη δοκιμασία της πράξης, σε περιορισμένο αριθμό σχολείων, να αξιολογηθεί ύστερα από επιστημονικό έλεγχο η αποτελεσματικότητά τους, να βελτιωθούν όπου κριθεί απαραίτητο και ακολούθως σταδιακά να επεκταθεί η γενίκευσή τους.
Σημαντικό βέβαια είναι να επισημάνουμε ότι ακόμα και αν σχεδιάσουμε κατά το δυνατόν άρτια μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αυτή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, αν οι εκπαιδευτικοί που θα κληθούν να υλοποιήσουν τους οραματισμούς της δεν τους έχουν κατανοήσει, δεν τους έχουν ενστερνιστεί, δεν διαθέτουν την απαραίτητη εκπαίδευση και επιμόρφωση, παιδαγωγική και επαγγελματική επάρκεια.
Το έργο που παράγεται στη σχολική μονάδα είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων όπως η υλικοτεχνική υποδομή, τα αναλυτικά προγράμματα και τα εγχειρίδια, οι μέθοδοι διδασκαλίας, οι επιμορφωτικές ανάγκες των εκπαιδευτικών και η συνέπεια στις εργασιακές τους υποχρεώσεις (Ανδρέου, 1999). Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου αφορά την αξιολόγηση όλων των παραγόντων αυτών που αποτελούν τους συντελεστές της εκπαιδευτικής διαδικασίας (εκπαιδευτικοί, μαθητές, υλικοτεχνικός εξοπλισμός, αναλυτικά προγράμματα, διδακτικά εγχειρίδια , παιδαγωγικό υλικό κ.ά.) και οι οποίοι θεωρούνται υπεύθυνοι για την παραγωγή των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων.
Αφορά στο έργο που επιτελείται σε μια σχολική μονάδα σε διάφορα επίπεδα, στο επίπεδο της οργανωμένης εκπαιδευτικής δραστηριότητας της σχολικής μονάδας και παράλληλα της συντονισμένης δραστηριότητας του εκπαιδευτικού (Παπακωνσταντίνου, 1993).
Σε επίπεδο σχολικής μονάδας αξιολογούνται «όλες οι επιμέρους συνιστώσες του εκπαιδευτικού έργου που επιτελείται στην εκπαιδευτική μονάδα και αναζητούνται και αναλύονται οι σχέσεις και οι συσχετισμοί τους, στο βαθμό που μπορεί να ευθύνονται για την ικανοποιητική ή μη, επίτευξη των στόχων της μονάδας» (Κουτούζης, 2008). Η αξιολόγηση επομένως δεν αφορά μόνο τις επιμέρους συνιστώσες αλλά τις σχέσεις μεταξύ τους στο βαθμό που επηρεάζουν την υλοποίηση των στόχων που έχουν τεθεί από τη σχολική μονάδα. Απώτερος σκοπός της αξιολόγησης είναι μέσω της ανατροφοδότησης η βελτίωση όλων των επιμέρους συνιστωσών του εκπαιδευτικού έργου.
Κυριότερος συντελεστής θεωρείται ο εκπαιδευτικός και ως εκ τούτου δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγησή του έργου του. Το έργο όμως του εκπαιδευτικού είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη δομή, τις λειτουργίες και τα χαρακτηριστικά της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού συστήματος και δεν μπορεί να αξιολογηθεί ανεξάρτητα από αυτό. Η αξιολόγησή του ωστόσο δεν πρέπει να αποβλέπει στον έλεγχο αλλά να λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς την επαγγελματική του ανάπτυξη και να αντιμετωπίζεται ως μέρος της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου της σχολικής μονάδας.
Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου δεν πρέπει επομένως να περιορίζεται μόνο στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αλλά να περιλαμβάνει και όλους τους άλλους συντελεστές που επηρεάζουν την επίτευξη των στόχων του σχολείου και την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Το αντικείμενο αξιολόγησης πρέπει να είναι όλα τα επίπεδα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όλοι οι συντελεστές του εκπαιδευτικού συστήματος, οι έμψυχοι και μη έμψυχοι συντελεστές του εκπαιδευτικού έργου οι οποίοι επηρεάζουν την αποτελεσματικότητά του. Δεν απομονώνονται κάποιοι να αξιολογηθούν, ενώ κάποιοι άλλοι δεν αξιολογούνται. Είναι αδιανόητο κάποιος να ζητά την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και όχι του αναλυτικού προγράμματος ή των σχολικών βιβλίων.
Είναι ανάγκη να υπάρξει από το κράτος στήριξη στον εκπαιδευτικό, αναβάθμιση του κύρους και αναγνώριση του σημαντικού του έργου. Παράλληλα, όπως υποστηρίζει ο Φραγκούλης, αποκτά θεμελιώδη σημασία η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στην εκπαιδευτική κοινότητα και τους φορείς της εξουσίας, οι οποίο χαράζουν την εκπαιδευτική πολιτική. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση ενός διαλόγου εποικοδομητικού και ουσιαστικού, γύρω από τα θέματα της εκπαίδευσης, θέματα όπως αυτό της διαμόρφωσης του δημοκρατικού πολίτη.
Η συμμετοχή των εκπαιδευτικών στη διοίκηση του σχολείου θεωρείται ως ο σημαντικότερος παράγοντας απεγκλωβισμού των σχολείων από το συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης, με πρώτο στόχο την αυτοδιοίκηση της σχολικής μονάδας και τελικό σκοπό τη βελτίωση της σχολικής αποτελεσματικότητας (Χατζηπαναγιώτου, 2001).
Η θεσμοθέτηση του συλλόγου διδασκόντων ως συλλογικού οργάνου διοίκησης το 1985 αποτέλεσε καμπή για τον εκδημοκρατισμό του ελληνικού σχολείου, εφόσον αποτελεί την πρώτη προσπάθεια μετάβασης από το ορθολογικό - γραφειοκρατικό μοντέλο στο συμμετοχικό μοντέλο διοίκησης. Όμως, ουσιαστική συμμετοχική διοίκηση της σχολικής μονάδας, που διαμορφώνει «εσωτερική» εκπαιδευτική πολιτική δεν μπορεί να επιτευχθεί με συλλόγους διδασκόντων αποδυναμωμένους, που περιορίζονται απλά στην εφαρμογή των νόμων και των εγκυκλίων που επιβάλλονται «άνωθεν». Οι ιδιαίτερες προκλήσεις και οι ανάγκες της σύγχρονης σχολικής μονάδας απαιτούν αποτελεσματικότητα και ευελιξία στην αντιμετώπισή τους, άρα ισχυρούς συλλόγους διδασκόντων, με περισσότερες δικαιοδοσίες, που θα συμβάλλουν στο μετασχηματισμό της σχολικής μονάδας σε φορέα άσκησης εσωτερικής εκπαιδευτικής πολιτικής και το νομοσχέδιό σας κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση.
Τούτων δοθέντων, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, καθώς οι μετανεωτερικές αντιλήψεις για την εκπαίδευση συγκλίνουν στην αντίληψη ότι οι μεταρρυθμίσεις στα σχολεία χρειάζεται να ανταποκρίνονται στην αγορά εργασίας, και άρα συγκλίνουν σε πρακτικές όμορες της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την εκπαίδευση, η κυβέρνηση προσπαθεί να χτίσει το «νέο», μεταμοντέρνο σχολείο της αγοράς στα ερείπια του δημόσιου μαζικού δωρεάν σχολείου.
Το νομοσχέδιό σας είναι θνησιγενές και θα προστεθεί στη σωρεία των νομοθετημάτων (10),που αφορούν στην αξιολόγηση στην εκπαίδευση, από τα οποία, δύο Προεδρικά Διατάγματα (Π.Δ. 140/1998 και Π.Δ. 152/2013), έξι Νόμοι (Ν. 2525/1997, Ν. 2986/2002, Ν. 3848/2010, Ν. 3966/2011, Ν. 4142/2013 και Ν. 4547/2018) και δύο Υπουργικές Αποφάσεις (Υ.Α. Δ2/1938/1998 και Υ.Α. 30972/Γ1/2013) και αυτό γιατί ακολουθεί την «πεπατημένη» οδό.
Γιατί είναι ένα «όχημα» για την μεταφορά ταξικών πολιτικών και των νόμων της αγοράς στο σχολείο, συνδέοντας την αξιολόγηση με νέο πειθαρχικό δίκαιο.
Γιατί είναι ένας μοχλός άσκησης ελέγχου της κεντρικής εξουσίας στην εκπαιδευτική διαδικασία και επιβολής της ιεραρχίας στην εκπαίδευση, που συμβάλλει σε ένα κλίμα φόβου και ανταγωνισμού στο σχολείο, καταστρέφει τη συλλογικότητα και το δημοκρατικό τρόπο λήψης των αποφάσεων στους συλλόγους διδασκόντων, περιορίζει τις αρμοδιότητες του συλλόγου διδασκόντων και δημιουργεί έναν αυξανόμενο διοικητικό έλεγχο των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Γιατί υπονομεύει ουσιαστικά την παιδαγωγική ελευθερία και ανεξαρτησία, που αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις της ύπαρξης και λειτουργίας του δημόσιου σχολείου.
Γιατί κατηγοριοποιεί τα σχολεία και λειτουργεί ως απόκρυψη και αποποίηση της κρατικής ευθύνης και μεταβιβάζει τις ευθύνες για τα σχολικά προβλήματα, τις δυσλειτουργίες και τα δεινά της δημόσιας εκπαίδευσης στους εκπαιδευτικούς.

Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Η εκπαίδευση είναι δικαίωμα, όχι προνόμιο ή χάρη. Τα δικαιώματα των παιδιών αποτελούν συλλογική ευθύνη· η δημόσια εκπαίδευση είναι στοιχείο-κλειδί των δημοκρατικών δημόσιων πολιτικών. Η εκπαίδευση είναι ευθύνη του κράτους· ένα από τα καθήκοντα του κράτους είναι να προσδιορίζει τους σκοπούς και τους στόχους των εκπαιδευτικών συστημάτων και να εξασφαλίζει πλήρη χρηματοδότηση. Τα δημόσια σχολεία πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος κάθε δημοκρατικής κοινωνίας, να κυβερνώνται από δημοκρατικά εκλεγμένους οργανισμούς και να εφαρμόζουν τις εκπαιδευτικές πολιτικές τις οποίες επιθυμεί η κοινωνία. Τα ανοιχτά σε όλους δημόσια σχολεία υψηλής ποιότητας συμβάλλουν στην κοινωνική συνοχή, μέσω της ενσωμάτωσης παιδιών που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές, θρησκευτικές ή εθνικές ομάδες.(UNESCO, Paris 2001).
Τις παραπάνω αρχές ακριβώς υπηρετήσαμε ως κυβέρνηση και οι δείκτες της Eurostat το καταδεικνύουν. Τα άτομα ηλικίας 30-34 ετών στην Ελλάδα που ήταν πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 2014 ήταν 37,2% του αντίστοιχου πληθυσμού και το 2019 αυξήθηκε σε 43,1 % .
Τα άτομα ηλικίας 18-24 ετών που εγκαταλείπουν πρόωρα την εκπαίδευση το 2014 ήταν σε ποσοστό 9,0 % και το 2019 μειώθηκε στο 4,1%.
Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού το 2014 ήταν 36,0 % και το 2019 μειώθηκε σε 30%, ενώ αντίστοιχες μειώσεις σημειώνονται στον κίνδυνο φτώχειας κατά επίπεδο εκπαίδευσης. Χαρακτηριστικά και ανά βαθμίδα εκπαίδευσης από το 27,2%-22,6%-8,7% το 2014 μειώθηκε σε 22,7%-18,0%-7,7% αντίστοιχα.
Σε αυτούς τους δείκτες θα μετρηθούν τα αποτελέσματα και της δική σας πολιτικής, εκτιμώντας ότι θα έχετε αρνητικά αποτελέσματα.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Στη δημοκρατική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του ΣΥΡΙΖΑ, στην παιδεία-εμπόρευμα αντιπαραθέτουμε την παιδεία-δημόσιο αγαθό, στην παιδεία του ατομικισμού-ωφελισμού αντιπαραθέτουμε την παιδεία των ουμανιστικών αξιών, με στόχο την κριτική συνειδητοποίηση του ατόμου που οδηγεί στη χειραφέτησή του.
Η αλληλεπίδραση μιας, πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας και ενός αντίστοιχου δημοκρατικού σχολείου, στο οποίο όλοι θα έχουν τη δυνατότητα να παίρνουν τη μόρφωση που έχουν ανάγκη (Θ. Ελευθεράκης, 2006) προοδευτικά, αμφίδρομα και αναπόφευκτα, θα οδηγήσουν σε καλυτέρευση της ποιότητας του σχολείου, αλλά και της κοινωνίας.
Γι’ αυτό το σχολείο, λοιπόν, αγωνιζόμαστε και γι’ αυτό η νεολαία , οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς θα επιβάλλουν την πολιτική προοδευτική κυβερνητική αλλαγή στη χώρα μας, που είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία σήμερα.
Σας ευχαριστώ



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ