ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

09/12/2008

Εισήγηση για τον Κρατικό Προϋπολογισμό οικονομικού έτους 2009 του Γενικού Εισηγητή του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς Παναγιώτη Λαφαζάνη, Κοινοβουλευτικού εκπροσώπου και βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Β΄ Πειραιά



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Αξίζει  να σημειώσω ότι κατά την περσινή συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του 2008 ουδείς από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έκανε αναφορά στην από τότε εξελισσόμενη διεθνή  καπιταλιστική κρίση και τις συνέπειές της στην παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα στη χώρα μας. Το γεγονός μοιάζει απίστευτο για να είναι αληθινό. Άγνοια, υποτίμηση της κατάστασης, δογματικές παρωπίδες, προσήλωση και τυφλή εμπιστοσύνη στις δυνάμεις των αγορών και του νεοφιλελεύθερου συστήματος, όλα αυτά μαζί και κάτι περισσότερο;

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τόσο ο αρμόδιος Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών και οι αρμόδιοι Υφυπουργοί όσο και οι Γενικοί Εισηγητές, μαζί με το πλήθος των Ειδικών Εισηγητών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με τις εισηγήσεις που κατέθεσαν στο ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ για τον κρατικό προϋπολογισμό και τους προϋπολογισμούς ορισμένων ειδικών ταμείων και υπηρεσιών οικονομικού έτους 2008 (Αθήνα, Δεκέμβριος 2007, Διεύθυνση Κοινοβουλευτικών Επιτροπών), δεν αφιέρωσαν ούτε λέξη στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, παρά το γεγονός ότι αυτή βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη.

Κατά τη δική μου ερμηνεία, ο λόγος αυτής της κολοσσιαίας «παράλειψης», η οποία έμελε να έχει συνταρακτικά αρνητικές συνέπειες μέσα στο 2008 για την παγκόσμια αλλά και την ελληνική οικονομία και ειδικότερα για τον προϋπολογισμό του 2008, είναι μάλλον απλός. Η απουσία διεισδυτικής και κριτικής ανάλυσης των εξελίξεων είναι η μία πλευρά. Η άλλη πλευρά και μάλλον η χειρότερη, είναι, κατά την εκτίμησή μου, ότι τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ πίστευαν και δυστυχώς εξακολουθούν να πιστεύουν, στα δόγματα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης», ώστε να μην θέλουν και να μην μπορούν να εκτιμήσουν ρεαλιστικά τη δομική κρίση του αλλά και να χαράξουν πολιτικές για την αντιμετώπισή της. Η κυβέρνηση αντελήφθη την κρίση μόλις αυτή άρχισε να λαμβάνει καταρρακτώδεις διαστάσεις και τη χρησιμοποιεί ως άλλοθι για να δικαιολογήσει την αδιέξοδη πολιτική της, ενώ η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ μέχρι πρότινος, περίπου, συμπεριφερόταν ως να μην υπήρχε κρίση.

Ας μου επιτραπεί να σημειώσω τι έγραφα, μεταξύ άλλων, πέρσι, το Δεκέμβρη του 2007, στο ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΚΘΕΣΗ για τον προϋπολογισμό του 2008 κατά τη σχετική εισήγησή που κατέθεσα ως Ειδικός Εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ (Πρακτικό και Έκθεση, σελ 313).

Αντιγράφω, λοιπόν, από την περσινή εισήγησή μου: «Πρώτη παρατήρηση: Ως γνωστόν έχει ξεκινήσει μια διεθνής πιστωτική κρίση με αφορμή τα επισφαλή στεγαστικά δάνεια της subprime αγοράς των ΗΠΑ. Η κρίση αυτή, που ξεκίνησε από τον περασμένο Ιούλη όχι μόνο δεν ανακόπτεται, αλλά συνεχώς βαθαίνει και επεκτείνεται. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να εκτιμά σοβαρά τη σημασία αυτής της κρίσης και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της στην παγκόσμια οικονομία, αλλά και στην ανάπτυξη στην Ελλάδα. Πολύ περισσότερο, στηρίζει τα μεγέθη του προϋπολογισμού σε εύθραυστα δεδομένα για την τιμή του πετρελαίου και τον πληθωρισμό. Είναι βέβαιο, πλέον, ότι ο πληθωρισμός θα υπερβεί κατά πολύ το 2,7%, που προβλέπει η κυβέρνηση για το 2008, ενώ είναι το πιθανότερο οι τιμές του πετρελαίου να κινηθούν το ερχόμενο έτος αρκετά υψηλότερα από το όριο των 78 δολαρίων το βαρέλι, στο οποίο βασίζονται οι προβλέψεις της κυβέρνησης.

Η διεθνής πιστωτική κρίση, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες που γίνονται διεθνώς για τη συγκράτησή της, είναι πιθανόν να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, οι οποίες ενδεχομένως να οδηγήσουν σε ύφεση, όχι μόνο την οικονομία των ΗΠΑ αλλά και την παγκόσμια οικονομία. Η ρίζα αυτής της διεθνούς πιστωτικής κρίσης βρίσκεται στην πρωτοφανή διεθνή υπερσυσσώρευση κεφαλαίων σε λίγα χέρια, καθώς και στην επεκτεινόμενη, ανεξέλεγκτη παγκόσμια κερδοσκοπία. Η πιθανότητα μιας παγκόσμιας ύφεσης, η βεβαιότητα της σημαντικής υποχώρησης των ρυθμών της παγκόσμιας ανάπτυξης, είναι βέβαιον ότι θα έχει επιπτώσεις στη χώρα μας. Η πρόβλεψη του προϋπολογισμού του 2008 για ανάπτυξη της τάξης του 4% είναι παρακινδυνευμένη, αν δεν βρίσκεται και εκτός τόπου και χρόνου. Πολύ περισσότερο αν συνδυάσουμε αυτή την εκτίμηση με την εκτόξευση του πληθωρισμού, την ραγδαία υποτίμηση του δολαρίου και την αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Ο προϋπολογισμός του 2008 μπορεί, λόγω αυτών των προβληματικών εκτιμήσεων, όχι μόνο να πέσει έξω, αλλά και να βρεθεί κυριολεκτικά στον αέρα. Η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης το 2008, όχι μόνο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά και το ερχόμενο έτος μπορεί να αποδειχθεί αφετηρία μιας σταδιακής ύφεσης της ελληνικής οικονομίας».

Νομίζω ότι όλες οι ως άνω εκτιμήσεις για την κρίση και τις συνέπειές της στην παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα στην ελληνική οικονομία και τον προϋπολογισμό του 2008, επιβεβαιώθηκαν, σχεδόν, πλήρως. Και σήμερα αν έγραφα ξανά αυτές τις γραμμές, πολύ λίγα θα είχα να προσθέσω. Η πολιτική της κυβέρνησης απεδείχθη άκρως καταστροφική και απολύτως εκτός τόπου και χρόνου. Η ελληνική οικονομία μέσα στο 2008 εισήλθε σε τροχιά σημαντικής πτώσης των ρυθμών ανάπτυξης από τρίμηνο σε τρίμηνο, ενώ είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος να βυθισθεί σε ύφεση ακόμα και εντός του 2009. Ο πληθωρισμός, όπως σημείωνα από πέρσι,  ξέφυγε από κάθε έλεγχο και ο επίσημος υποεκτιμημένος δείκτης του αναμένεται να κλείσει στο 4,3% εντός του 2008, ενώ η πραγματική ακρίβεια καλπάζει. Ο προϋπολογισμός του 2008 όχι μόνο απεδείχθη πλήρως αναξιόπιστος αλλά και σχεδόν, μετεβλήθη σε συντρίμμια, παρά τους νέους φόρους σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, που τέθηκαν σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια του έτους. Οι θυελλώδεις κρισιακές εξελίξεις αποσάρθρωσαν τα ήδη σαθρά βάθρα του. Πολύ φοβούμεθα, μάλιστα, ότι η εκτροπή, σε σχέση με τις προβλέψεις, μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο μεγάλη από τις εκτιμήσεις σχετικά με τις πραγματοποιήσεις του 2008, οι οποίες καταγράφονται στην Εισηγητική Έκθεση του προϋπολογισμού του 2009.

1.    ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

 Όπως οι κυρίαρχοι πολιτικοί κύκλοι της χώρας μας έβλεπαν, περίπου, ως «ανθρώπους των σπηλαίων», όταν εδώ και πολλά χρόνια προβλέπαμε την κρίση του νεοφιλελευθερισμού και του ίδιου του καπιταλισμού και διαπιστώναμε έγκαιρα τα επερχόμενα κρισιακά φαινόμενα, έτσι και τώρα, οι ίδιοι κύκλοι δεν θέλουν να δουν την έκταση και το βάθος της κρίσης, να εντοπίσουν τις αιτίες της και πολύ περισσότερο να εξάγουν θετικά συμπεράσματα για την πορεία της χώρας μας αλλά και της Ευρώπης. Γιʼ αυτό και η σχετική συζήτηση αν δεν εξορκίζεται, είναι πολύ περιορισμένη, επιφανειακή και απλοϊκή.

Κατά τη γνώμη μου συνιστά μονομέρεια να αποδίδεται απλώς και μόνο η κρίση στην κερδοσκοπική μανία των λεγόμενων «Golden boys» ή αποκλειστικά στην απληστία των Τραπεζών. Όπως είναι λάθος η ειδική αναφορά στον «καζινο-καπιταλισμό» (σε αντίθεση, τάχα,  με ένα υγιή, παραγωγικό καπιταλισμό) ως ειδική μορφή «ανώμαλης» λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος, στην οποία πρέπει αποκλειστικά και μόνο να αποδώσουμε τα κρισιακά φαινόμενα. Νομίζω, ότι οι περιοριστικές αυτές εξηγήσεις συγχέουν τον τρόπο και την μορφή εκδήλωσης της κρίσης με την ίδια την ουσία της.

Η εκτίμησή μου είναι ότι το πρόβλημα μάλλον είναι αρκετά βαθύτερο και πιο σύνθετο. Πολύ συνοπτικά θα έλεγα ότι η βαθύτερη αιτία της υπό εξέλιξη κρίσης βρίσκεται στον ίδιο τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, η οποία στις συνθήκες ακραίων νεοφιλελεύθερων επιλογών πήρε ασύλληπτες διαστάσεις.

Με δυο λόγια, η αιτία της κρίσης βρίσκεται στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο σε περιορισμένες οικονομικές ελίτ, πράγμα που ήταν αποτέλεσμα της συνεχούς διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της όλο και διευρυνόμενης σχετικής και συχνά απόλυτης πτώσης των μισθών και των λαϊκών εισοδημάτων στον συνολικά παραγόμενο πλούτο.  Αυτή η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και πλούτου σε ελάχιστα χέρια (εθνικά, περιφερειακά, παγκόσμια), η οποία άρχισε να κλιμακώνεται ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ʽ80 με συνεχείς απορρυθμίσεις σε όλους τους τομείς και έλαβε φρενήρεις διαστάσεις τη δεκαετία του ʽ90 και στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, ήταν βέβαιο ότι θα επέφερε οδυνηρές συνέπειες. Αν ο καπιταλισμός απέφευγε από τη δεκαετία του ʽ90 μια μεγάλη κρίση στην καρδιά του συστήματος, αυτό, πέραν των πολλών άλλων, οφείλετο στο ότι το κεφάλαιο, ιδιαίτερα το πολυεθνικό, έβρισκε υπερκεδοφόρες διεξόδους επένδυσης και ζήτησης κυρίως στις νέες αγορές της Ασίας και της Ανατολικής Ευρώπης, στήριζε με τη δανειοδοτική υπερεπέκταση την καταναλωτική ζήτηση στις αναπτυγμένες χώρες, ενώ με την είσοδο στην παγκόσμια αγορά 1,5 σχεδόν δισ. φτηνού εργατικού δυναμικού από τη δεκαετία του ʼ90, κυρίως από τις ζώνες της Ασίας και της Ανατολικής, κρατούσε ακόμα πιο χαμηλά το εργατικό κόστος, συγκρατούσε τον πληθωρισμό άρα και τα επιτόκια σε χαμηλό επίπεδο και διαμόρφωνε ικανοποιητικούς όρους παγκόσμιας ανάπτυξης. Εδώ και ορισμένα χρόνια οι «πνεύμονες» αυτοί της καπιταλιστικής, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, «παγκοσμιοποίησης» άρχισαν για πολλούς λόγους, να μη λειτουργούν απρόσκοπτα και να μην αποδίδουν με τους παλιούς ρυθμούς. Το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο και ο μεγάλος πλούτος, χάνοντας διαρκώς τον παλιό δυναμισμό του στους τομείς της παραγωγής και των υπηρεσιών, αναζητούσε όλο και περισσότερο «εύκολες» και «καλές» αποδόσεις στις ανεξέλεγκτες κεφαλαιαγορές, τροφοδοτώντας την υπερανάπτυξή τους και κυρίως δημιουργώντας, σχεδόν, παντού, κερδοσκοπικές «φούσκες». Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η κρίση αποτελούσε βέβαιη εξέλιξη. Η κατάρρευση της Subprime αγοράς των ΗΠΑ, με τα επισφαλή τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια, ήταν σχεδόν αναπότρεπτο γεγονός, στο οποίο συνέβαλε η σχετική άνοδος των επιτοκίων, με συνέπεια αλυσιδωτές εκρήξεις και σε άλλες «φούσκες» και οδυνηρές παρενέργειες στην «πραγματική» οικονομία. Σύσσωμες, σχεδόν, οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες σήμερα βουλιάζουν πλέον στην ύφεση.

Αν οι διαπιστώσεις αυτές έχουν κάποια αξιόπιστη βάση, τότε γίνεται σαφές ότι η σημερινή κρίση για να αντιμετωπιστεί, χωρίς μεγάλες καταστροφικές συνέπειες ανάλογες με αυτές που ακολούθησαν την κρίση του ʼ29, χρειάζεται μεγάλες και σε βάθος ανατροπές που θα αμφισβητούν τις ίδιες τις θεμελιώδεις δομές του συστήματος. Κι αυτό πολύ περισσότερο που η παρούσα διεθνής καπιταλιστική κρίση δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική και ευρύτερα οικονομική. Είναι, ταυτόχρονα, και μια κρίση ενεργειακή που τροφοδοτεί μεγάλες αντιπαραθέσεις για την επάρκεια και τον έλεγχο των ενεργειακών πόρων αλλά και των ενεργειακών δρόμων. Είναι μια κρίση πρωτοφανούς διεύρυνσης των παγκόσμιων ανισοτήτων. Είναι μια κρίση διατροφική που συνδέεται με την ασφάλεια και την υγιεινή των τροφίμων, αλλά και ευρύτερα των προϊόντων και των υπηρεσιών. Είναι μια κρίση ποιότητας της ζωής, η οποία διαρκώς υποβαθμίζεται. Είναι μια κρίση, επίσης, επάρκειας, ποιότητας και διαχείρισης των υδάτινων πόρων. Τέλος, αλλά όχι έσχατο, είναι μια κρίση κλιματικών αλλαγών και του περιβάλλοντος, η οποία απειλεί ακόμα και την επιβίωση του πλανήτη. Κοινή βάση όλων αυτών των κρισιακών φαινομένων είναι, σε τελευταία ανάλυση, ο ίδιος ο καπιταλισμός ως σύστημα που, πέρα από τη μορφή διαχείρισής του, θέτει το ατομικό ιδιοτελές κέρδος ως υπέρτατη αρχή και νόμο της κίνησής του.

1.1    ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΑ ΜΕΤΡΑ ΣΕ ΗΠΑ ΚΑΙ Ε.Ε.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αποφάσεις και τα μέτρα των κυρίαρχων δυνάμεων του πλανήτη, στις ΗΠΑ και την Ε.Ε., τα οποία στηρίζουν, ακολουθούν και ενστερνίζονται στη χώρα μας η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση, όχι μόνο δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν θετικά την κρίση, αλλά αντίθετα, έχουν ως κύριο μέλημά τους να διασώσουν «πάση θυσία» ένα σύστημα που οδήγησε σε αυτήν και του οποίου η αποτυχία έχει καταστεί παταγώδης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο οι αποφάσεις της Ε.Ε. αλλά και των G-20 επιχειρούν να «διορθώσουν» τα πράγματα, προτείνοντας την ενίσχυση και τη «διεθνοποίηση»  των συστημάτων εποπτείας και ελέγχου των Τραπεζών και κεφαλαιαγορών, αφήνοντας, όμως, άθιχτο ολόκληρο το σύστημα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της καπιταλιστικού τύπου «παγκοσμιοποίησης», τα οποία βρίσκονται στην αιχμή του προβλήματος. Αντίθετα, μάλιστα, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ε.Ε. οι βασικές κατευθυντήριες γραμμές κινούνται στη λογική της περεταίρω απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, ενίσχυσης της εργασιακής «ευελιξίας» και μεγαλύτερων κινήτρων και επιχορηγήσεων στις επιχειρήσεις προκειμένου να μην απολύσουν εργαζόμενους, ενώ εντείνονται οι προσπάθειες, στο όνομα αποφυγής του «προστατευτισμού», για την ενίσχυση της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και την περεταίρω απορρύθμιση του διεθνούς εμπορίου.

Το πιο τραγικό, όμως, είναι ότι, στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης, αποφασίστηκαν στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. σχέδια που αφορούν στη διάθεση ασύλληπτων σε μέγεθος χρηματικών «πακέτων» για την ενίσχυση πρώτα απʼ όλα και κυρίως των Τραπεζών, μεγάλων επιχειρήσεων και επιχειρηματικών κλάδων. (Σχέδιο Paulson-Bernacky ύψους 700δισ.  δολαρίων στις ΗΠΑ, σχέδιο «έμπνευσης» Γκόρντον Μπράουν στην Ε.Ε. ύψους  εκατοντάδων δισ. ευρώ, πρόσφατο σχέδιο Μπαρόζο ύψους 200 δισ. ευρώ κλπ). Τα σχέδια αυτά, τα οποία ακολούθησαν τις συνεχείς, εδώ και ενάμιση χρόνο, δραστικές μειώσεις των επιτοκίων των Κεντρικών Τραπεζών, που συνεχίζονται και τις διαρκείς, εδώ και ενάμιση χρόνο, παρεμβάσεις με φτηνό και «τζάμπα» χρήμα προς τις Τράπεζες και τα οποία συνιστούν μια από τις μεγαλύτερες, αν όχι τη μεγαλύτερη, ληστεία των λαών στην ιστορία της ανθρωπότητας, μπορεί να απέτρεψαν προσωρινά ένα βέβαιο γενικευμένο «κραχ» του διεθνούς καπιταλισμού αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν θα ανακόψουν την ύφεση που έχει αρχίσει να σκεπάζει βαθιά τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό και η οποία μπορεί να προσλάβει μια παρατεταμένη και βασανιστική χρονική διάρκεια.

Τις τελευταίες μέρες οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν νέα πακέτα μέτρων για τη σωτηρία τραπεζών και αγορών ομολόγων, πέραν του πακέτου των 700 δισ. δολαρίων των  Paulson-Bernacky και του νέου αμερικανού Προέδρου Ομπάμα. Συγκεκριμένα, προκειμένου το αμερικάνικο κράτος να διασώσει τον όμιλο της City Group από τη βέβαιη χρεωκοπία ανέλαβε να εγγυηθεί περιουσιακά στοιχεία υψηλού ρίσκου της Τράπεζας, ύψους 308 δισ. δολαρίων (!), ενίσχυσε, την κεφαλαιακή επάρκεια της Τράπεζας με την αγορά προνομιούχων μετοχών ύψους άλλων 27 δισ. ενώ πριν λίγους μήνες είχε αγοράσει το αμερικάνικο κράτος το 3,5% της Τράπεζας. Ταυτόχρονα, η FED προχωρά σε αγορά ομολόγων στεγαστικών δανείων, που εκδόθηκαν από τις πρόσφατα κρατικοποιημένες Fannie Mae και Freddie Mac, ύψους 600 δισ. δολαρίων, ενώ την ίδια ώρα αγοράζει επίσης ομόλογα καταναλωτικών δανείων και δανείων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ύψους 200 δισ. δολάρια. Οι απανωτές ασύλληπτου μεγέθους αυτές χαριστικές παρεμβάσεις, οι οποίες κατά τον αμερικανό Υπουργό Οικονομικών κ. Paulson θα ανέλθουν στο αστρονομικό ύψος των 7,5 τρισ. δολαρίων δεν δείχνουν μόνο το μέγεθος της κρίσης, αλλά και κάτι άλλο: οι ΗΠΑ παίζουν πλέον κορώνα-γράμματα το μέλλον της παγκόσμιας ηγεμονίας τους πάνω στο χαρτί της κρίσης και της εξόδου από την ύφεση. Είτε έτσι, είτε αλλιώς η ανθρωπότητα κινδυνεύει να εισέλθει σε μια νέα βαρβαρότητα.

1.2     ΤΟ ΠΑΚΕΤΟ ΤΩΝ 28 ΔΙΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Ακολουθώντας κατά πόδας η κυβέρνηση τους ως άνω ληστρικούς σχεδιασμούς των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αποφάσισε τη χορήγηση ενός μυθώδους για τα ελληνικά δεδομένα πακέτου 28 δισ. ευρώ προς τις Τράπεζες για την περεταίρω στήριξη του Τραπεζικού κεφαλαίου, στο όνομα της ενίσχυσης της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας. Το πακέτο αυτό βρήκε την ουσιαστική συναίνεση και της αξιωματικής αντιπολίτευσης η οποία δεν διαφώνησε επί της αρχής για τη μυθώδη ενίσχυση, αλλά για τις προϋποθέσεις και τους τρόπους κάτω από τις οποίες προσφέρθηκαν τα σχετικά ποσά.

Να υπογραμμίσουμε ότι τα 28 δισ. χορηγούνται από την κυβέρνηση προς τις Τράπεζες (5 δισ. αγορά από το Κράτος προνομιούχων μετοχών των Τραπεζών, 8 δισ. έκδοση ειδικών ομολόγων του δημοσίου που θα κατατεθούν στις Τράπεζες, 15 δισ. εγγυήσεις του δημοσίου για δανειακές ανάγκες των Τραπεζών) κάτω από ιδιαίτερα επαχθείς για το δημόσιο όρους,  σε μια περίοδο όπου η κυβέρνηση διατυμπάνιζε σε όλους τους τόνους ότι δεν υπάρχουν χρήματα για τη στήριξη χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων και την κάλυψη επειγόντων κοινωνικών δαπανών. Σε μια περίοδο, επίσης, στην οποία καταθέτει ένα ιδιαίτερα σκληρό και αντικοινωνικό προϋπολογισμό για το 2009. Σε μια φάση ακόμα όπου, παρά την κρίση, οι Τράπεζες συνεχίζουν να εμφανίζουν πανύψηλα κέρδη, συχνά μεγαλύτερα από τα υπερκέρδη του 2007, με χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Εθνικής Τράπεζας η οποία το εννεάμηνο του 2008 παρουσίασε καθαρά κέρδη 1,3 δισ. ευρώ περίπου. Πέραν αυτών, η χορήγηση, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, 28 διε ευρώ στις Τράπεζες έχει ως συνέπεια τη συνολική επιτοκιακή επιβάρυνση του δημόσιου δανεισμού, πράγμα που θα έχει μεγάλο επιπρόσθετο κόστος για τον ελληνικό λαό, ενώ από την άλλη, το ελληνικό κράτος ταυτίζει απόλυτα την τύχη του με το μέλλον των Τραπεζών. Διότι αν κάτι δεν πάει καλά με μια μεγάλη Τράπεζα, κινδυνεύει το ίδιο το ελληνικό κράτος με χρεωκοπία. Τέλος, η απόπειρα της κυβέρνησης να εξωραΐσει το πακέτο των 28 δις, εμφανίζοντας τις Τράπεζες να δυσανασχετούν με τους δήθεν σκληρούς όρους που επεβλήθησαν για την αξιοποίησή τους, έπεσε στο κενό, αφού όλες οι βασικές ελληνικές τράπεζες θα εισέλθουν με βουλιμία για να «κατασπαράξουν» την προσφερόμενη λεία.

Να σημειώσω, επίσης, ότι, κατά παράδοξο τρόπο, η χορήγηση των 28 δις, με κάλυψη και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δεν έχει αντίστοιχες δημοσιονομικές επιπτώσεις. Έτσι, πέραν των 5 δισ. που θα δοθούν από το δημόσιο για την αγορά προνομιούχων μετοχών των Τραπεζών, τα οποία θα προσαυξήσουν ισόποσα το δημόσιο χρέος, το αντίστοιχο ποσό δεν περιλαμβάνεται στις δαπάνες των προϋπολογισμών και επομένως δεν προσμετράται στο έλλειμμά τους, ενώ, αντιθέτως στον προϋπολογισμό του 2009 εμφανίζονται έσοδα 400 εκ. ευρώ από τη χορήγηση του «δώρου» προς τις Τράπεζες! Με δυο λόγια η κυβέρνηση χορηγώντας 28 δισ. στις Τράπεζες, μειώνει εξ αυτού του λόγου ταχυδακτυλουργικά και το έλλειμμα του 2009! Από την άλλη, τα 8 δισ. ευρώ ειδικά ομόλογα που θα εκδώσει το δημόσιο για να καταθέσει στις Τράπεζες δεν εμφανίζονται ούτε ως δημόσιο χρέος ούτε ως δαπάνη, ενώ τα 15 δισ. εγγυήσεις του δημοσίου προς τις Τράπεζες δεν φαίνεται να προσμετρώνται  για την αντίστοιχη αύξηση των εγγυήσεων του δημοσίου το 2009. Αλχημείες και λαθροχειρίες στις πλάτες των φορολογουμένων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρώτη στιγμή εξέφρασε τη θέση ότι δεν πρέπει να δοθεί ούτε ένα ευρώ δημόσιο χρήμα στις Τράπεζες και αντέτεινε την ανάγκη να σχεδιαστεί μια νέα χρηματοπιστωτική πολιτική, με επίκεντρο ένα ισχυρό δημόσιο τραπεζικό τομέα, η οποία θα κινείται αποκλειστικά με κοινωνικά και αναπτυξιακά κριτήρια, στο πλαίσιο μια νέας ριζοσπαστικής προοδευτικής πορείας της χώρας.

2.    ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2009

Η κυβέρνηση, παρά την κλιμακούμενη καπιταλιστική κρίση, η οποία φανερώνει την πλήρη και παταγώδη αποτυχία των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, που κυριάρχησαν σε παγκόσμιο επίπεδο με πρωταγωνιστικό ρόλο των ΗΠΑ και του Ενωμένου Βασιλείου και εφαρμόστηκαν με συνέχεια και συνέπεια στη χώρα μας από όλες τις κυβερνήσεις, τουλάχιστον, από τις αρχές της δεκαετίας του ʼ90, δεν θέλει και δεν μπορεί να εξάγει συμπεράσματα για την αναγκαία αλλαγή πορείας της χώρας, αλλά ούτε καν για στοιχειώδεις επιμέρους αλλαγές. Αντίθετα, σύμφωνα με τις συνεχείς διακηρύξεις του κ. Κ. Καραμανλή αλλά και τις κυβερνητικές πρακτικές, επιδεικνύει μια δογματική εμμονή στις ακραίες νεοφιλελεύθερες επιλογές, τις οποίες, στο όνομα των λεγόμενων «μεταρρυθμίσεων»,  επιδιώκει να επιτείνει και να επιταχύνει. Η κατεύθυνση αυτή, και η δογματική προσήλωση στις απαράδεκτες αποφάσεις και υπαγορεύσεις της Ε.Ε. , στο πλαίσιο των οποίων κινείται και η αξιωματική αντιπολίτευση, αποτελεί, μέσα στις σημερινές συνθήκες κρίσης, όχι μόνο μια αδιέξοδη αλλά και άκρως επικίνδυνη για το λαό και τη χώρα επιλογή.

Ο προϋπολογισμός του 2009, τον οποίο κατέθεσε η κυβέρνηση είναι απολύτως ενταγμένος σε αυτόν τον αδιέξοδο και επικίνδυνο δρόμο και συνιστά μνημείο κοινωνικής αφασίας και αντιαναπτυξιακής λογικής.

Ο προϋπολογισμός του 2009 αποτελεί ένα από τους χειρότερους, τους πιο ταξικούς, αντικοινωνικούς, αντιαναπτυξιακούς αλλά και τους πλέον αναξιόπιστους και πλαστούς προϋπολογισμούς της μεταπολίτευσης.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του προϋπολογισμού είναι η πρωτοφανής αύξηση των φόρων σε βάρος των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, η συνέχιση της σκληρής λιτότητας για μισθούς και συντάξεις, η καθήλωση των κοινωνικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ, την ώρα που οι ανάγκες στους χώρους παιδείας, υγείας και κοινωνικής στήριξης έχουν προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις, η διατήρηση σε πανύψηλα επίπεδα των δαπανών για την άμυνα και τους εξοπλισμούς, χωρίς οι τελευταίοι να συνδέονται κατά βάση με γνήσιες αμυντικές ανάγκες της χώρας και τέλος η πρωτόγνωρη μείωση σε απόλυτα επίπεδα, κατά 9% περίπου, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Την ίδια ώρα συνεχίζεται, αν δεν επιτείνεται η δημοσιονομική αδιαφάνεια ενώ, όπως θα αποδείξουμε με ειδική αναφορά στη συνέχεια, ο προϋπολογισμός του 2009 είναι απολύτως αναξιόπιστος και πλαστός, όπως αναξιόπιστοι και πλαστοί ως προς τις προβλέψεις τους αποδείχτηκαν και οι προϋπολογισμοί του 2007 και 2008. Ο προϋπολογισμός, μάλιστα, του 2009 μπορεί να αποδειχθεί εκτός τόπου και χρόνου και τα θεμελιώδη μεγέθη του να βρεθούν κυριολεκτικά στον αέρα.

2.1   ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ

 Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμφανίσει ως σημαντικό βήμα δημοσιονομικής διαφάνειας το γεγονός ότι ενέταξε στον προϋπολογισμό μια σειρά ειδικών εκτός προϋπολογισμού λογαριασμών, σύμφωνα με πάγιο αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ,  ο οποίος και είχε αποκαλύψει τον «κρυφό» προϋπολογισμό  το 2003 επί κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ.  Το βήμα, όμως, που έκανε η κυβέρνηση με την ένταξη ορισμένων ειδικών λογαριασμών στον προϋπολογισμό είναι απολύτως δειλό, ανεπαρκές και υποκρύπτει ιδιοτέλεια . Κι αυτό διότι οι πλέον βασικοί και με μεγάλα ποσά ειδικοί λογαριασμοί παραμένουν εκτός προϋπολογισμού, όπως για παράδειγμα ο ειδικός λογαριασμός αποκρατικοποιήσεων, όπου διοχετεύονται τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις και ο ειδικός λογαριασμός του Ν. 128/75 ο οποίος συγκεντρώνει τα ποσά από το απαράδεκτο και άνευ, πλέον, αντικρίσματος, ετήσιο «χαράτσι» 6%ο και 12%ο επί των νέων δανείων  και των υπολοίπων των παλαιών, που χορηγούνται από τις Τράπεζες. Όπως είχα αποκαλύψει συγκεκριμένα το 2003 και από τους δύο αυτούς ειδικούς λογαριασμούς πραγματοποιούνται δαπάνες με μονομερείς ανεξέλεγκτες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας, που συνεχίζονται και σήμερα, οι οποίες όχι μόνο είναι αδιαφανείς αλλά πολλές εξ αυτών και παράνομες, αφού ειδικά τα έσοδα από τις, απαράδεκτες έτσι κι αλλιώς, αποκρατικοποιήσεις οφείλουν να κατευθύνονται αποκλειστικά στη μείωση του δημόσιου χρέους.

Να σημειώσουμε, επίσης, ότι η κυβέρνηση καταγράφει ως έσοδα του προϋπολογισμού του 2009 από τους ειδικούς λογαριασμούς, που εντάχθηκαν, ποσό ύψους  972 εκ. ευρώ και δαπάνες ύψους 882 εκ. ευρώ, εκ των οποίων υπό κατανομή 346 εκ. ευρώ. Δεν μας λέει όμως, τίποτα η κυβέρνηση για το που πήγαν τα αποθεματικά των ειδικών λογαριασμών που εντάχθηκαν και τα οποία ανέρχονται σε εκατοντάδες εκ. ευρώ. Έκλεισαν «μαύρες τρύπες»; Διεκδικούμε από την κυβέρνηση να πληροφορηθούμε κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού τα αναλυτικά στοιχεία για όλους τους ειδικούς λογαριασμούς, το ύψος και τη διάθεση των αποθεματικών τους καθώς και την πλήρη κίνηση των εκτός προϋπολογισμού λογαριασμών. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να συνεχίζει να υποκρύπτει και να αποσιωπά.

2.2     ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Γίνεται σαφές ότι η κυβέρνηση κατέθεσε έναν προϋπολογισμό για το 2009 ο οποίος συνεχίζει και κλιμακώνει την πεπατημένη των ακραίων νεοφιλελεύθερων αντικοινωνικών δογμάτων και την τήρηση της «ορθοδοξίας» του απαράδεκτου Συμφώνου Σταθερότητας (πρόβλεψη για μείωση κατά 0,5% του ΑΕΠ του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης), χωρίς καν να λαμβάνει υπόψιν της την εξελισσόμενη κρίση και το γεγονός ότι έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση στους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας. Αυτός ο προϋπολογισμός είναι η τέλεια, μάλλον, συνταγή για να σπρωχτεί βίαια η ελληνική οικονομία μέσα στο 2009 προς υφεσιακές καταστάσεις, οι οποίες θα έχουν οδυνηρές, έως εφιαλτικές κοινωνικές συνέπειες.

Οι μόνες παρεμβάσεις της κυβέρνησης οι οποίες συνδέονται με την κρίση είναι ότι βρήκε την ευκαιρία, όπως είπαμε, να προσφέρει ένα μυθικό «δώρο» 28 δισ. στο Τραπεζικό κεφάλαιο και η ενίσχυση του Ταμείου Συνοχής το 2009 για την καταπολέμηση, υποτίθεται, της ευρυνόμενης φτώχειας με το πενιχρό ποσό των 350 εκ. ευρώ (κι άλλα 100 εκ. ευρώ από το 2008), τη στιγμή που ακόμα και η ίδια είχε υποσχεθεί ότι θα ενισχύσει αυτό το Ταμείο με 1,5 δισ. στη δεκαετία 2008-09. Είναι προφανές ότι με τα 450εκ. ευρώ γίνεται κάτι παραπάνω από κωμικό να μιλάμε για κοινωνική παρέμβαση μέσα στην κρίση, την ώρα που η ακρίβεια, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων, η ανεργία, ιδιαίτερα η μακροχρόνια ανεργία, σαρώνουν την ελληνική κοινωνία.

Στο μεταξύ, μετά την κατάθεση του προϋπολογισμού του 2009 από την κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισηγήθηκε τη δυνατότητα λήψης πρόσθετων μέτρων ύψους 200 δισ. ευρώ (1,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε.) για παρεμβάσεις «αντιμετώπισης» της κρίσης. Η εισήγηση για τα μέτρα, τα οποία θα αποφασισθούν στο ECOFIN των αρχών του Δεκέμβρη, ακολούθησε το μεγάλο πακέτο των ειδικών μέτρων για τη στήριξη των Τραπεζών που μπορεί να φτάσει και το 1,5  τρις ευρώ, για το χαρακτήρα του οποίου έχουμε ήδη κάνει αναφορά.

Το πακέτο των 200 δισ. ευρώ το οποίο ανακοίνωσε ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Μπαρόζο είναι απόλυτα ανεπαρκές, κυρίως έχει εθνικό και όχι κοινοτικό χαρακτήρα, πολλές εκ των προτεινόμενων παρεμβάσεων βρίσκονται σε λάθος κατεύθυνση αφού κινούνται σε αντεργατική λογική και σε λογικές στήριξης των επιχειρηματικών κερδών, ενώ προσπαθεί να περισώσει ό,τι μπορεί να περισωθεί από την καταρρέουσα νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ε.Ε. Από τα 200 δισ. ευρώ που εισηγείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα μικρό μέρος τους (0,3% του ΑΕΠ) θα διατεθεί από Κοινοτικά Κονδύλια και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων για παρεμβάσεις κυρίως στήριξης της αυτοκινητοβιομηχανίας και παρεμβάσεις σε επιχειρηματικούς κλάδους (θα διευκρινισθούν καλύτερα τις επόμενες μέρες) και τα υπόλοιπα (1,2% του ΑΕΠ της Ε.Ε.) θα έχουν τη δυνατότητα να τα διαθέσουν οι κυβερνήσεις με εθνικούς πόρους, με ελαστικοποίηση (στην πράξη ακύρωση) του Συμφώνου Σταθερότητας μέχρι δύο χρόνια. Η Γερμανία υπό την κα Μέρκελ πρωτοστατεί κατά απαράδεκτο τρόπο ώστε να μην υπάρξει ουσιαστική Κοινοτική Χρηματοδότηση των οποιονδήποτε μέτρων, ενώ υπογραμμίζει σε όλους τους τόνους ότι το Γερμανικό κράτος δεν θα πληρώσει ούτε ένα ευρώ για άλλη χώρα και πιέζει αφόρητα να μειωθούν τα εθνικά πακέτα ώστε να μη διαταραχθεί η μονεταριστική λογική της Ε.Ε.

Αυτή την ώρα δεν είναι γνωστό αν η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει τις τυχόν ευχέρειες για εθνικό «πακέτο» που προσφέρονται από την Ε.Ε. και αν ναι σε ποια έκταση και πως, τροποποιώντας στην πράξη των προϋπολογισμό του 2009, χωρίς, φυσικά, να αλλάζει τη βασική του κατεύθυνση.

Το βέβαιον είναι ότι με την «εθνικοποίηση» αυτών των πακέτων, εφόσον κάνει χρήση η Ελλάδα, θα έχει ως συνέπεια την περαιτέρω διεύρυνση του δημόσιου δανεισμού, πράγμα που θα επιφέρει ως «παράπλευρη» απώλεια την περεταίρω εκτίναξη του spread δανεισμού του δημοσίου, το οποίο ήδη κινείται σε υψηλότατα επίπεδα (165 μονάδες βάσης υψηλότερα από τα επιτόκια δεκαετούς δανεισμού του Γερμανικού δημοσίου). Το γεγονός αυτό έρχεται να καταδείξει όχι μόνο τα αδιέξοδα της δημοσιονομικής διαχείρισης που επί χρόνια ακολουθείται στη χώρα μας, αλλά και τη ληστρική παγκόσμια αρχιτεκτονική που έχει επιβληθεί και η οποία λειτουργεί, ακόμα και μέσα στην κρίση, σε όφελος των πιο ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών. Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε κάτι το οποίο πολλοί αγνοούν: ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα και δημόσια χρέη στην ουσία συνιστούν σε μεγάλο βαθμό επιδοτήσεις των καπιταλιστικών κερδών, ενώ τώρα γίνεται πιο ορατό πόσο άκρως δυσμενής υπήρξε η κατάργηση, κάτω από οποιεσδήποτε προϋποθέσεις, της νομισματικής χρηματοδότησης των κρατών και ο εξαναγκασμός τους να απευθύνονται για δάνεια αποκλειστικά στις αγορές.

3.    ΤΑ ΕΣΟΔΑ ΤΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 2009

ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΦΟΡΟΕΠΙΔΡΟΜΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΛΑΙΚΩΝ ΣΤΡΩΜΑΤΩΝ

Ο Τακτικός προϋπολογισμός του 2009 προβλέπει μια συνολική  μεγάλη αύξηση των εσόδων του, τα οποία ανέρχονται στα 65.572 εκ. ευρώ ή στο ασύλληπτο ποσοστό 14,4%, όταν η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ το 2009, σύμφωνα με τις υπεραισιόδοξες προβλέψεις του προϋπολογισμού θα φθάσει το 5,9%!

Τα τακτικά συνολικά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού του 2009 προβλέπεται να ανέλθουν στα 64.200 εκ. ευρώ, αυξημένα περίπου κατά 7 δισ. ευρώ ή σε ποσοστό 12%, έναντι των αντίστοιχων εκτιμήσεων του 2008, οι οποίες είναι υπερβολικά αισιόδοξες.

Το σύνολο των φορολογικών εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού του 2009 προβλέπεται να ανέλθει τα 60.915 εκ. ευρώ, αυξημένα κατά το πρωτοφανές μέγεθος των 7,1 δισ. ευρώ ή 13,2% έναντι των υπεραισιόδοξων εκτιμήσεων του 2008.

Να σημειώσουμε ότι οι εκτιμήσεις των φορολογικών εσόδων του 2008 είναι σαφώς υπερεκτιμημένες, απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, αφού στο δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2008 υπήρχε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μια «μαύρη τρύπα» υστέρησης των εσόδων κατά 2,5 δισ. ευρώ, η οποία, μέσα στην κρίση κι ενώ η αγορά βουλιάζει, είναι σχεδόν αδύνατο να περιορισθεί σημαντικά.

Ειδικότερα, οι άμεσοι φόροι του προϋπολογισμού του 2009 προβλέπεται να γνωρίζουν μια πρωτοφανή εκτίναξη στα 26.720 εκ. ευρώ, αυξημένοι πάνω από 4 δισ. ευρώ έναντι των εκτιμήσεων για πραγματοποιήσεις του 2008 ή στο εκπληκτικό ποσοστό του 18%! Οι άμεσοι φόροι, επίσης, στα φυσικά πρόσωπα προβλέπεται να αυξηθούν μέσα στο 2009 κατά 1,1 δισ. ευρώ ή 10% έναντι των εκτιμώμενων πραγματοποιήσεων του 2008.

Είναι εντυπωσιακή ή προβλεπόμενη για το 2009 νέα αύξηση των φόρων στην περιουσία κατά 550 εκ. ευρώ ή 58% έναντι των εκτιμήσεων του 2008, έτος κατά το οποίο εκτιμάται ότι οι αντίστοιχοι φόροι θα αυξηθούν έναντι του 2007 κατά 700 εκ. ευρώ ή 158% (!). Η επιδρομή αυτή κατά τα έτη 2008 και 2009 προκύπτει από την επιβολή του απαράδεκτου ενιαίου τέλους στα ακίνητα (με την κατάργηση του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας), το οποίο πλήττει βάναυσα τα μικρομεσαία εισοδήματα.

Ταυτόχρονα, οι έμμεσοι φόροι προβλέπεται να ανέλθουν το 2009 στα 34.195 εκ. ευρώ, αυξημένοι πάνω από 3 δισ. ευρώ ή 9,7% έναντι των εκτιμώμενων πραγματοποιήσεων του 2008, ενώ ο ΦΠΑ προβλέπεται να ανέλθει το 2009 στα 22.840 εκ. ευρώ, αυξημένος κατά 2 δισ. ευρώ ή 10,7% έναντι των σχετικών εκτιμήσεων για το 2008.

Η βασική παρατήρηση επί των ως άνω δεδομένων είναι ότι ο προϋπολογισμός του 2009 προβλέπει, εν μέσω κλιμακούμενης μεγάλης οικονομικής κρίσης, μια πρωτοφανή φορολογική επιδρομή, τη μεγαλύτερη, ίσως, από τη μεταπολίτευση, με πρόσθετους φόρους πάνω από 7 δισ. ευρώ (ανεξαρτήτως της ρεαλιστικότητας του στόχου). Συνήθως, σε περιόδους κρίσης, ακόμα και αστικές κυβερνήσεις επιδιώκουν να ανακουφίσουν φορολογικά τα μικρομεσαία εισοδήματα. Η κυβερνητική πρόβλεψη για τέτοιας έκτασης φοροεπιδρομή αποκλειστικά σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, σε περίοδο επιδείνωσης της κρίσης, σημαίνει ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να βάλει «φωτιά στα τόπια», μειώνοντας περεταίρω τη λαϊκή κατανάλωση που συνεχώς φθίνει, πυροδοτώντας την περεταίρω πτώση των ρυθμών ανάπτυξης και οδηγώντας ταχέως τις εξελίξεις προς την οικονομική ύφεση.

Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι δεν βάζει νέους φόρους μέσα στο 2009 και ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα προκύψει από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Προφανώς αποκρύπτει την αλήθεια. Διότι μέσα στο 2009 θα εφαρμοστεί η κατάργηση του αφορολογήτου ορίου για τις ατομικές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, θα συνεχιστεί η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, θα ολοκληρωθεί η επιβολή του αντιλαϊκού τέλους στα ακίνητα, θα υπάρξει από 1.1.09 νέα αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα κλπ. Όσον αφορά την περίφημη πάταξη της φοροδιαφυγής, όλες οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις συνεχώς την περιορίζουν στα λόγια και αυτή γιγαντώνεται στην πράξη, ενώ η θέσπιση νέων τεκμηρίων που ετοιμάζει η κυβέρνηση, πέραν από το συζητήσιμο περιεχόμενό τους, ελάχιστα θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

Όπως ανέφερα, τα πλατιά λαϊκά στρώματα είναι αυτά που θα καταβάλλουν τον μεγάλο όγκο των πρόσθετων προβλεπόμενων φόρων. Συγκεκριμένα, το 1,1 δισ. πρόσθετους άμεσους φόρους στα φυσικά πρόσωπα θα το πληρώσει ο κόσμος της μισθωτής εργασίας και οι μικρές επιχειρήσεις τόσο με την μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, την αυξημένη παρακράτηση φόρου και την κατάργηση του αφορολόγητου ορίου για τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ταυτόχρονα, τα μικρά και μεσαία εισοδήματα θα επωμισθούν το συντριπτικό βάρος από τη νέα προβλεπόμενη αύξηση των έμμεσων φόρων κατά 3 δις, ειδικότερα τα 700 εκ. ευρώ και άνω από την αύξηση του φόρου για τη βενζίνη, πέραν της  νέας αύξησης κατά 650 εκ. ευρώ του ενιαίου τέλους στα ακίνητα.

3.1    ΥΠΕΡΚΕΡΔΗ ΜΕ ΣΥΝΕΧΗ ΜΕΙΩΣΗ ΦΟΡΩΝ

Το συμπέρασμα όλων τούτων είναι κάτι παραπάνω από θλιβερό. Χρόνο με το χρόνο καλπάζει αυξητικά η άμεση φορολογία στα φυσικά πρόσωπα έναντι του φόρου που πληρώνουν τα νομικά πρόσωπα, με δυο λόγια οι εταιρείες και ιδιαίτερα οι μεγάλες εταιρείες και οι μεγάλοι επιχειρηματικοί και πολυεθνικοί όμιλοι. Χαρακτηριστικά σημειώνω ότι οι φόροι στα φυσικά πρόσωπα, τους οποίους κατά κύριο λόγο πληρώνουν μισθωτοί και συνταξιούχοι, από 7.785 εκ. ευρώ το 2004, έφτασαν τα 11.065 εκ. ευρώ το 2008 (αύξηση πάνω από 50% (!) και το 2009 προβλέπεται να φτάσουν τα 12.170. Κι αυτά σε μια περίοδο διαρκούς λιτότητας σε μισθούς και συντάξεις και σχετικής πτώσης των μισθών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αντίθετα οι φόροι στα Νομικά Πρόσωπα από 4.724 εκ ευρώ το 2004 μειώθηκαν απόλυτα στα 4.705 εκ. ευρώ το 2008 και προβλέπεται να αυξηθούν, πράγμα απίθανο, στα 5.370 εκ. ευρώ το 2009. Κι αυτά παρά τη συνεχή αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων όλο το προηγούμενο διάστημα, αφού η κυβέρνηση έσπευσε να μειώσει δραστικά το συντελεστή φορολογίας κερδών των Α.Ε. από 35% σε 25 %. Χαρακτηριστικά από 52 % η φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων το 1992 έχει πέσει σταδιακά και ριζικά, με διαδοχικά μέτρα των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στο 25%, ενώ πρόκειται να μειωθεί περεταίρω και να φτάσει ο 20% το 2014. Κέρδη και συχνά υπερκέρδη, χωρίς φόρους!

Από την άλλη πλευρά, συνεχώς αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς οι έμμεσοι φόροι, με αποτέλεσμα η αναλογία έμμεσων προς άμεσους φόρους να διατηρείται σε απαράδεκτα υψηλά επίπεδα.

Η Ελλάδα έχει το προνόμιο να διατηρεί και να ενισχύει ένα από τα πιο άδικα, πιο άνισα, περισσότερο αντιλαϊκά, περισσότερο δαιδαλώδη, δύσχρηστα, αδιαφανή και γραφειοκρατικά φορολογικά συστήματα στον καπιταλιστικό κόσμο. Ο φορολογικός μηχανισμός της χώρας στην ουσία χαρακτηρίζεται από μια όλο και ευρυνόμενη φορολογική ασυλία για τις μεγάλες εταιρείες, τα μεγάλα εισοδήματα και τις μεγάλες περιουσίες. Όλοι, σχεδόν, οι φορολογικοί νόμοι που θεσπίστηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του ʼ90 διεύρυναν συνεχώς αυτή τη φορολογική προστασία του μεγάλου πλούτου.

Η Ελλάδα διεκδικεί τα πρωτεία στην Ε.Ε. έχοντας από τα μικρότερα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, από τις μεγαλύτερες αναλογίες έμμεσων προς άμεσους φόρους, παράλληλα με τις μικρότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ κρατικές δαπάνες. Ο λόγος αυτής της υστέρησης της χώρας μας έναντι των υπόλοιπων καπιταλιστικών χωρών της Ε.Ε., που κι αυτές ακολουθούν ταξικές και αντεργατικές πολιτικές, είναι ένας και μόνος: η Ελλάδα αποτελεί ένα είδος φορολογικού παραδείσου, σε ευρωπαϊκή έκδοση, για το μεγάλο πλούτο, όπως αποτελεί και ένα ιδιόμορφο παράδεισο φοροδιαφυγής, πρώτα απʼ όλα των μεγάλων εισοδημάτων.

4.    ΔΑΠΑΝΕΣ ΤΟΥ ΤΑΚΤΙΚΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΥΠΟΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ-ΠΑΙΔΕΙΑΣ-ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ

Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2009 οι συνολικές δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού προβλέπεται να φτάσουν τα 65.978 εκ. ευρώ, αυξημένες κατά 5,5 δισ. περίπου ή 9,1% σε σχέση με τις αντίστοιχες εκτιμώμενες δαπάνες (μάλλον υποεκτιμημένες) του προϋπολογισμού του 2008. Επιπρόσθετα, οι δαπάνες για χρεολύσια θα εκτοξευτούν στα 29.158 εκ. ευρώ, αυξημένες περίπου κατά 3 δισ. ευρώ ή 11% έναντι των εκτιμώμενων χρεολυσίων 26.278 εκ. ευρώ του προϋπολογισμού του 2008, ενώ οι προβλεπόμενες δαπάνες για εξοπλιστικά προγράμματα, πάντα υποεκτιμημένες, θα φτάσουν τα 2,2 δισ. ευρώ έναντι 2.596 δισ. ευρώ ως εκτίμηση των αντίστοιχων δαπανών του 2008.

Η γενική παρατήρηση είναι ότι το ύψος των δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού είναι από τα χαμηλότερα ως ποσοστό του ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε., εξαιτίας και του άδικου, άνισου και χαριστικού για το μεγάλο πλούτο, φορολογικού συστήματος της χώρας και επομένως είναι απολύτως ανεπαρκείς για να καλύψουν πιεστικές αναπτυξιακές και κοινωνικές ανάγκες της χώρας, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες μεγάλης κρίσης. Από την άλλη, η διάρθρωση αυτών των δαπανών αλλά και η αυξανόμενη αναποτελεσματική διαχείρισή τους μειώνει ακόμα περισσότερο την αναπτυξιακή και κοινωνική τους επίπτωση.

4.1    ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΣΕ ΜΙΣΘΟΥΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ

Με τον προϋπολογισμό του 2009 συνεχίζεται η παράδοση της σκληρής λιτότητας για μισθούς και συντάξεις. Οι αυξήσεις των δαπανών για μισθούς και συντάξεις που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2009 υστερούν έναντι των αντίστοιχων αυξήσεων που εκτιμά ο προϋπολογισμός του 2008, κατά τον οποίο εφαρμόστηκε μονομερής λιτότητα με αυξήσεις που για πρώτη φορά δόθηκαν σε δύο δόσεις (2% από 1.1.2008 και 2,5% από 1.9.2008). Ιδιαίτερα στο 2008 όπου ο επίσημος υποεκτιμημένος τιμάριθμος αναμένεται να κλείσει γύρω στο 4,5%, ενώ η πραγματική ακρίβεια εκτοξεύθηκε στα ύψη και η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 7,7 %, οι αυξήσεις που δόθηκαν τόσο από την εισοδηματική πολιτική του δημοσίου όσο και από την απαράδεκτη, διετή μάλιστα, για να καλύπτει την κρίση, Γενική Συλλογική Σύμβαση, που υπέγραψε η ΓΣΕΕ (ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ) με τον ΣΕΒ, αντιπροσώπευσαν μια πραγματική λεηλασία των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία και των εισοδημάτων των απόμαχων της δουλειάς.

Αυτή η σκληρή αντεργατική πολιτική συνεχίζεται και το 2009 μέσα σε περίοδο διεθνούς οικονομικής κρίσης και ενώ οι μισθοί και συντάξεις έχουν καταρρεύσει και στην ουσία έχουν καταντήσει επιδόματα. Οι αυξήσεις για τους μισθούς που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2009 αναμένεται να κινηθούν σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα 3-3,5 %, ενώ θα είναι πενιχρές και για τις συντάξεις με ποσοστό αύξησης το πολύ στο 4%. Ακόμα χειρότερα, για αυτές τις πενιχρές αυξήσεις, οι οποίες κινούνται στα όρια του προβλεπόμενου, σαφώς υποεκτιμημένου επίσημου τιμάριθμου (3%) και υστερούν κατά πολύ της πραγματικής ακρίβειας αλλά και της προβλεπόμενης ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ, οι μισθωτοί και συνταξιούχοι θα κληθούν να πληρώσουν αρκετά περισσότερους φόρους, αφού, όπως είπαμε, δεν τιμαριθμοποιούνται για άλλη μια χρονιά τα φορολογικά κλιμάκια.

Το συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση αξιοποιεί την κρίση για μια πραγματική νέα λεηλασία μισθών και συντάξεων και μια νέα ακόμα και πιο άδικη κατανομή του πλούτου, γεγονός που, πέραν των άλλων, θα οξύνει τα κρισιακά φαινόμενα στην ελληνική οικονομία.

4.2    ΥΠΟΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ

Σε μια εποχή που η παιδεία αποκτά κεντρικό, ίσως τον κεντρικότερο ρόλο, για την ανάπτυξη και το μέλλον της χώρας η κυβέρνηση συνεχίζει και κλιμακώνει την υποχρηματοδότηση και γενικότερα την υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας τόσο ως προς τις υποδομές της όσο και ως προς τη στήριξη των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων αλλά και ως προς το περιεχόμενο, το επίπεδο και τον προσανατολισμό των σπουδών και της μαθησιακής διαδικασίας.

Οι δαπάνες που προβλέπει ο τακτικός προϋπολογισμός του 2009 για την παιδεία ανέρχονται στα 7.238 εκ. ευρώ ή στο 2,78% του προβλεπόμενου ΑΕΠ του 2009. Οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για το 2008 φθάνουν το 2,77% του ΑΕΠ, ενώ οι πραγματοποιήσεις του 2007 ανέρχονται στο 2,8% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι οι δαπάνες για την παιδεία παραμένουν στάσιμες και υπολείπονται κατά τι ως ποσοστό του ΑΕΠ έναντι του 2007. Πέραν αυτού υπάρχει μείζον θέμα με τη χαμηλή αποτελεσματικότητα και τον στρεβλό προσανατολισμό και αυτών ακόμα των ισχνών δαπανών.

Αυτή η διαχρονική στασιμότητα των δαπανών για την παιδεία, μαζί με την μειωμένη αποτελεσματικότητά τους, υπονομεύει, αν δεν υποθηκεύει το μέλλον της χώρας και τις προοπτικές των νέων γενιών. Οι ρητές κυβερνητικές υποσχέσεις για την άνοδο των δαπανών για την παιδεία στο 5% του ΑΕΠ έχουν ενταφιαστεί.

Οι διαχρονικές αυτές επιλογές υποχρηματοδότησης και υποβάθμισης της δημόσιας παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της έχουν αποκτήσει συνειδητά τα χαρακτηριστικά μια πολιτικής αυξάνουσας ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης του εκπαιδευτικού συστήματος, πράγμα που έγινε ιδιαίτερα εμφανές με την προσπάθεια ανατροπής του άρθρου 16 του Συντάγματος για την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, που απέτυχε χάρη στην αντίδραση του σπουδαστικού κινήματος αλλά επανήλθε με την προσπάθεια νομιμοποίησης των κολλεγίων ως ισότιμων των ΑΕΙ. Σήμερα η ελληνική οικογένεια επιβαρύνεται όλο και περισσότερο για να μπορέσει να σπουδάσει τα παιδιά της και φυσικά μέσα σʼ αυτές τις συνθήκες διευρύνεται ο χώρος παρέμβασης των ιδιωτικών σχολείων σε όλες τις βαθμίδες.

Δίπλα στη υποβάθμιση της δημόσιας παιδείας, χρόνο με το χρόνο, εξωθείται σε κατάρρευση το δημόσιο σύστημα υγείας. Ο τακτικός προϋπολογισμός του 2009 προβλέπει δαπάνες για την υγεία ύψους 6.412 εκ. ευρώ ή 2,46% ως ποσοστό του προβλεπόμενου για το 2009 ΑΕΠ. Το ποσοστό αυτό είναι ελάχιστα μεγαλύτερο του εκτιμώμενου για το 2008 ποσοστού ύψους 2,4% του ΑΕΠ. Αυτές οι πενιχρές δαπάνες για τη δημόσια υγεία δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να αντιμετωπίσουν τις όλο και αυξανόμενες ανάγκες για υπηρεσίες υγείας και τα προβλήματα του Εθνικού Συστήματος Υγείας που κυριολεκτικά βρίσκεται υπό κατάρρευση λόγω εκρηκτικών ελλείψεων σε προσωπικό, ιδιαίτερα νοσηλευτικό, των ελλείψεων σε υποδομές και σε εξοπλισμό, ενώ τα δημόσια νοσοκομεία οφείλουν τεράστια ποσά (φθάνουν τα 4,5 δισ. ευρώ) στους προμηθευτές τους με αποτέλεσμα να απειλούνται με αναστολή προμηθειών σε βασικά υλικά, απειλές, οι οποίες συχνά έγιναν πράξη το τελευταίο διάστημα. Αποτέλεσμα αυτής της κατάρρευσης του δημόσιου υγειονομικού συστήματος, των καθυστερήσεων στην προσφορά αναγκαίων υπηρεσιών στους πολίτες, της διαρκούς ταλαιπωρίας και των δυσλειτουργιών του , είναι να γιγαντώνονται και να επεκτείνονται όλο και περισσότερο οι ιδιωτικοί επιχειρηματικοί όμιλοι προσφοράς υπηρεσιών υγείας σε όλα τα επίπεδα. Η υγεία ιδιωτικοποιείται και εμπορευματοποιείται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς σε βάρος των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων της ελληνικής κοινωνίας. Σήμερα το 57% των συνολικά δαπανών για υγεία πραγματοποιείται με χρήματα των πολιτών, καθιστώντας το ελληνικό υγειονομικό σύστημα ένα από τα πιο άδικα και άνισα στο χώρο της Ευρώπης.

4.3    ΟΙ ΥΠΕΡΟΓΚΕΣ ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Την ίδια ώρα που η δημόσια παιδεία υποχρηματοδοτείται και υποβαθμίζεται, ενώ το δημόσιο σύστημα υγείας καταρρέει, η χώρα μας σπάει όλα τα «ρεκόρ» στις δαπάνες για άμυνα και εξοπλισμούς και ευρύτερα θα λέγαμε για την υπερδιόγκωση των σωμάτων ασφαλείας.

Οι προβλεπόμενες δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού του 2009 για την άμυνα μαζί με τους εξοπλισμούς προβλέπεται να ανέλθουν στα 6.528 εκ. ευρώ ή στο 2,5% του προβλεπόμενου ΑΕΠ και κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ακόμα μεγαλύτερες, αφού σχεδόν πάντα οι προβλεπόμενες δαπάνες για εξοπλισμούς (2,2 δισ. ευρώ το 2009) είναι υποεκτιμημένες στους προϋπολογισμούς που κατατίθενται, σε σχέση με αυτές που τελικά πραγματοποιούνται. Τελικά οι προβλεπόμενες δαπάνες για άμυνα και εξοπλισμούς κατά πάσα πιθανότητα θα φθάσουν, αν δεν ξεπεράσουν τις εκτιμώμενες για το 2008, που προσέγγισαν το 2,74% του ΑΕΠ, έναντι των πραγματοποιηθεισών το 2007 που κατέληξαν στο 2,73% του ΑΕΠ.

Αυτές οι προβλεπόμενες υπέρογκες δαπάνες άμυνας και εξοπλισμών του 2009 υστερούν μόνο μερικές εκατοντάδες εκ. ευρώ (700 εκ.) των αντίστοιχων προβλεπόμενων δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού για την παιδεία (το 2008 και το 2007 ήταν σχεδόν ίσες) και είναι μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού για την υγεία (2008 και 2007 πολύ μεγαλύτερες μέχρι 800 εκ. ευρώ!), ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο πρέπει να υστερούν ως ποσοστό του ΑΕΠ ίσως, μόνο από τις αντίστοιχες δαπάνες των ΗΠΑ, που αποτελούν την στρατιωτική ιμπεριαλιστική υπερδύναμη του πλανήτη.

Το ερώτημα που προκύπτει από τα εκτεθέντα είναι μάλλον αυτονόητο: Σε πόλεμο βρίσκεται η χώρα; Είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση και δεν το γνωρίζουμε; Διότι τέτοιες υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες μόνο σε χώρα που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση δικαιολογούνται.

Δεν αγνοούμε την ανάγκη αμυντικής θωράκισης της χώρας μας σε μια ταραγμένη περιοχή του πλανήτη. Άλλο όμως οι γνήσιες αμυντικές ανάγκες της πατρίδας μας και άλλο πράγμα οι υπέρογκοι εξοπλισμοί που υπηρετούν Ατλαντικές και αμερικανικές προτεραιότητες αλλά και πελατειακές σχέσεις με τις πολυεθνικές του πολέμου και τους ισχυρούς και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η χώρα μας χρειάζεται μια νέα εθνική αμυντική στρατηγική στο πλαίσιο της οποίας μπορούν ως πρώτο βήμα να μειωθούν οι αμυντικές-εξοπλιστικές δαπάνες της χώρας κατά το 1/3, χωρίς να μειωθεί η αμυντική θωράκιση της χώρας, πράγμα που θα επιτρέψει την αναβάθμιση της χρηματοδότησης σε τομείς όπως η παιδεία, η υγεία και η κοινωνική στήριξη.

4.4    ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο προϋπολογισμός του 2009 προβλέπει μια ελάχιστη αύξηση των κρατικών επιχορηγήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία κατά 4,1% με συνολικό ποσό που θα φθάσει τα 9.248 εκ. ευρώ. Το συνολικό αυτό ποσό και η πενιχρή αυτή αύξηση αδυνατεί να καλύψει τις αυξανόμενες υποχρεώσεις των ασφαλιστικών ταμείων και τα νέα ελλείμματα που προκύπτουν από τις αυθαίρετες, απαράδεκτες, χωρίς συναίνεση και αναλογιστικές μελέτες ενοποιήσεις του πρόσφατου νόμου 3655/08. Τα ασφαλιστικά ταμεία και πρώτα απʼ όλα το ΙΚΑ, χρόνο με το χρόνο επωμίζονται όλο και περισσότερα βάρη και οδηγούνται σε σταδιακή κατάρρευση, με συνέπεια νέες δραστικές περικοπές ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, την ώρα που οι συντάξεις έχουν μετατραπεί σε «φιλοδωρήματα».

Ειδικότερα, η κυβέρνηση και ο προϋπολογισμός της δεν λένε τίποτα για την κατάρρευση, μέσα στην κρίση, των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων που προέρχεται τόσο από την αγορά δομημένων «τοξικών» προϊόντων όσο και από την τοποθέτηση αποθεματικών των ταμείων στο χρηματιστήριο και στις κεφαλαιαγορές. Αυτές οι απώλειες, που φθάνουν τα 5 δισ. ευρώ, δεν είναι καθόλου συγκυριακές, αποτρέπουν τα ταμεία από αναγκαίες ρευστοποιήσεις και καταδεικνύουν, όπως έχουμε καταγγείλει, το απαράδεκτο της τοποθέτησης αποθεματικών των ταμείων στον «τζόγο» των κεφαλαιαγορών και σε επισφαλείς επενδύσεις, που θεσμοθέτησαν με νομοθετικές ρυθμίσεις τους οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Πέραν αυτών, για την επιχορήγηση στο ΙΚΑ υπάρχει μόνο η πρόβλεψη για το 1% (2,6 δισ. ευρώ) που προβλέπει ο ν.3029/2002. Δεν υπάρχει όμως καμία απολύτως αναφορά για κάλυψη των ελλειμμάτων που έχουν επιφέρει οι προηγούμενες ενοποιήσεις στο ΙΚΑ (ταμείο ασφάλισης προσωπικού Ιονικής και Λαϊκής τράπεζας. Ταμείο σύνταξης προσωπικού ΑΤΕ και ταμείο υπαλλήλων γεωργικών συνεταιριστικών οργανώσεων) και τα οποία με βάση την ισχύουσα νομοθεσία θα έπρεπε να καλυφθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Δεν υπάρχει επίσης, καμία απολύτως κάλυψη των ελλειμμάτων που θα επιφέρουν στο ΙΚΑ αλλά και σε άλλα ταμεία, οι νέες ενοποιήσεις ταμείων του ν.3655/08, ελλείμματα τα οποία με βάση το νόμο έπρεπε να καλυφθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Δεν υπάρχει ακόμα, καμιά απολύτως αναφορά για το πώς θα καλυφθεί το κόστος των «απολύσεων» υπό τη μορφή πρόωρης συνταξιοδότησης, από την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής, τα οποία θα επωμιστεί το ΙΚΑ και ο πρόσφατος νόμος ρητά ανέφερε ότι θα χρηματοδοτήσει ο προϋπολογισμός.

Συνεχίζεται επί χρόνια να μην τηρείται η πρόβλεψη για κρατική συμμετοχή στον τομέα της υγείας για τους νεοεισερχόμενους στο ΙΚΑ. Η απουσία αυτής της κρατικής επιχορήγησης στον κλάδο ασθένειας του ΙΚΑ, που προβλέπεται από τον ν.2084/92, είναι η βασικότερη αιτία για τη συνεχιζόμενη ελλειμματικότητα του κλάδου, την οποία, δυστυχώς, αποδέχεται αδιαμαρτύρητα το ΙΚΑ.

Η αύξηση της επιχορήγησης στον ΟΑΕΕ, που προβλέπεται να φθάσει το 2009 στα 320 εκ. ευρώ, κατά 6,7%, είναι ασήμαντη και αδυνατεί να καλύψει τα διογκούμενα ελλείμματα του ταμείου, παρά τις συνεχώς αυξανόμενες εισφορές των μικρομεσαίων επιτηδευματιών και ελεύθερων επαγγελματιών για πενιχρές συντάξεις. Η ανάγκη θεσμοθέτησης μιας ουσιαστικής κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση του ταμείου γίνεται επιτακτική.

Σύμφωνα με τον Ν. 3655/08 δημιουργήθηκε το Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο, κατά την κυβέρνηση, θα στηρίξει οικονομικά το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος. Οι πόροι του σύμφωνα με το νόμο θα ήταν το 4% των εσόδων του ΦΠΑ, το 10% των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις και το 10% των εισπραττόμενων κοινωνικών πόρων. Σήμερα, πριν στεγνώσει το μελάνι από την κύρωση αυτού του νόμου, η κυβέρνηση αθετεί τις δικές της ρυθμίσεις, αφού η προβλεπόμενη στον προϋπολογισμό του 2009 επιχορήγηση του ΑΚΑΓΕ είναι της τάξης των 790 εκ. ευρώ, ενώ μόνο το 4% των προβλεπόμενων εσόδων του ΦΠΑ είναι 830 εκ. ευρώ. Γιατί δεν υπάρχουν προβλέψεις για χρηματοδότηση του ΑΚΑΓΕ από τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων, όπως οι εισπράξεις 430 εκ. ευρώ από την εκχώρηση του ΟΤΕ στην  Deutsche Telecom και τα προβλεπόμενα έσοδα από την πώληση των λιμανιών, της Ολυμπιακής κλπ;

Η κυβέρνηση κάνει, επίσης, πολύ λόγο για το περιβόητο «Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής» το οποίο, υποτίθεται ότι θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της φτώχειας. Για τη χρηματοδότηση αυτού του Ταμείου προβλέπεται στον προϋπολογισμό του 2009 το ασήμαντο ποσό των 350 εκ. ευρώ, στο οποίο θα προστεθούν και τα 100 εκ. ευρώ που είχαν προβλεφθεί με τον προϋπολογισμό του 2008, σύνολο δηλαδή 450 εκ. ευρώ. Κι αυτό όταν η ίδια η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί ότι θα χρηματοδοτήσει αυτό το Ταμείο με 1,5 δισ. ευρώ στη διετία 2008-09. Υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα!

Είναι, τουλάχιστον, κωμικό να σκέφτεται κανείς ότι με 450 εκ. ευρώ μπορεί, έστω και στοιχειωδώς, να ανακουφιστούν οι φτωχοί σε αυτή τη χώρα, που φτάνουν το 20 % και μάλιστα σε περίοδο κρίσης όπου η φτώχεια συνεχώς διευρύνεται και μέσα στο 2009 ίσως προσλάβει νέες διαστάσεις. Δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για καταπολέμηση της φτώχειας όταν για κάθε ένα ευρώ που θα διατεθεί για την καταπολέμηση της φτώχειας, με μέτρα που επισήμως δεν έχει ανακοινώσει ακόμα η κυβέρνηση, θα διατεθούν 56 και πλέον ευρώ για τη στήριξη των Τραπεζών.

4.5    ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΚΑΛΑ ΚΡΑΤΕΙ!

Το κύριο χαρακτηριστικό του αγροτικού και κτηνοτροφικού τομέα της χώρα είναι η συνεχής και δραστική μείωση της παραγωγής στο σύνολο, σχεδόν, των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, η οποία κλιμακώθηκε την τελευταία διετία. Η συρρίκνωση του αγροτικου-κτηνοτροφικού τομέα έχει προσλάβει διαστάσεις κατάρρευσης, αφού η συμμετοχή του στο ΑΕΠ μόλις ξεπερνά το 3% (!), γεγονός που εκφράζεται με συνεχή μείωση των επενδύσεων, μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της παραγωγής, σημαντική επιδείνωση του αντίστοιχου εμπορικού ισοζυγίου και ταχεία καθοδική πορεία της απασχόλησης, πράγματα που επιτείνονται και από την αρνητική αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών.

Η αξιοσημείωτη νέα μείωση του όγκου και της αξίας της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής στην Ελλάδα κατά το χρονικό διάστημα της διετίας 2006-07 οφείλεται στην εφαρμογή της νέας απαράδεκτης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) με αιχμή  την αποσύνδεση της παραγωγής από την ενιαία οικονομική ενίσχυση και στην αντιαγροτική πολιτική που συνεχίζει και κλιμακώνει η κυβέρνηση της ΝΔ. Ο δήθεν «εκσυγχρονισμός» της ΚΑΠ, που επιχειρείται το διάστημα 2008-09, δεν είναι τίποτε άλλο από μια νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ, που θα οδηγήσει σε περεταίρω μείωση του αγροτικού εισοδήματος για τους μικρομεσαίους αγρότες. Ήδη το μέσο αποπληθωρισμένο αγροτικό εισόδημα το 2007 στην Ελλάδα παρουσίασε μείωση κατά 0,3% (Eurostat), η οποία είναι σαφώς μεγαλύτερη για τις μικρές και μεσαίες οικογενειακές εκμεταλλεύσεις.

Ο προϋπολογισμός του 2009 σύμφωνα με τις προβλέψεις του όχι μόνο δεν σημειώνει έστω και μικρά θετικά βήματα για την ενίσχυση του αγροτικο-κτηνοτροφικού τομέα, αλλά και θα επιδεινώσει ραγδαία την κατάσταση.

Το σύνολο των οικονομικών ενισχύσεων στον αγροτικό τομέα προβλέπεται να ανέλθει στα 8.947 εκ. ευρώ αυξημένο μόνο κατά 5,4%, από τα οποία να αφαιρέσουμε τις συντάξεις του ΟΓΑ, η ποσοστιαία αύξηση γίνεται αρκετά μικρότερη και μόλις καλύπτει τον επίσημο υποεκτιμημένο πληθωρισμό. Στην ουσία θα έχουμε το 2009 στασιμότητα ή και μείωση σε πραγματικές τιμές των οικονομικών ενισχύσεων στη γεωργία. Από την προβλεπόμενη για το 2009 στον τακτικό Προϋπολογισμό επιχορήγηση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, οι προβλεπόμενες επιδοτήσεις Γεωργίας αυξάνονται μόλις 1,4% (κατάρρευση) στα 754 εκ. ευρώ, ενώ οι προβλεπόμενες από το ΠΔΕ δαπάνες μειώνονται απόλυτα κατά 0,4 % (!) και θα φτάσουν τα 475 εκ. ευρώ. Παράλληλα, οι απολήψεις από το ΕΓΤΕ, την κύρια πηγή στήριξης του αγροτικού εισοδήματος, προβλέπεται να αυξηθούν μόνο κατά 4,7 % στα 2.723 εκ. ευρώ, κάτω και από την προβλεπόμενη για το 2009 ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ. Το 2009, μια χρονιά διεθνούς κρίσης, θα καταστεί ένα από τα χειρότερα έτη, αν όχι το χειρότερο, της μεταπολίτευσης για τη γεωργία και ιδιαίτερα για τους μικρομεσαίους αγρότες και κτηνοτρόφους με αποτέλεσμα την περεταίρω απερήμωση της υπαίθρου, η οποία και έχει καταστεί μείζον εθνικό θέμα.

5.    Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

Σε μια περίοδο που οι αναπτυξιακοί ρυθμοί της χώρας έχουν ξεκινήσει μια ραγδαία καθοδική πορεία, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια διεθνής καπιταλιστική κρίση και η ελληνική οικονομία απειλείται να εισέλθει  σε ύφεση με εφιαλτικές κοινωνικές συνέπειες, η κυβέρνηση έκανε την πρωτοφανή επιλογή να μειώσει απόλυτα το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), την ώρα που αυτό χρειαζόταν μια μεγάλη ενίσχυση και παραγωγική στοχευμένη αναδιάρθρωση.

Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2009 το προβλεπόμενο ύψος του ΠΔΕ θα προσεγγίσει τα 8.800 εκ. ευρώ, μειωμένο κατά 850 εκ. ευρώ έναντι του εκτιμώμενου για το 2008 ή σε ποσοστό 8,8%! Μιλάμε για τη μεγαλύτερη μείωση του ΠΔΕ σε όλη τη μεταπολίτευση, η οποία, ως ποσοστό του ΑΕΠ, μας γυρίζει πίσω μια δεκαπενταετία.

Αυτή η προβλεπόμενη απόλυτη μείωση του ΠΔΕ θα προέλθει από την προβλεπόμενη δραματική υστέρηση των εισροών από την Ε.Ε. κατά 1,3  δισ. ευρώ, η οποία ταυτόχρονα σημειώνει τις καθυστερήσεις και θέτει εξ αρχής υπό αμφισβήτηση την πορεία εκτέλεσης του Δʼ ΚΠΣ (ΕΣΠΑ). Η προβλεπόμενη ενίσχυση του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ στο 2009 κατά 580 εκ. ευρώ δεν μπορεί να καλύψει αυτή τη δραματική μείωση των Κοινοτικών εισροών, καταδεικνύοντας την συντελεσθείσα εδώ και χρόνια πλήρη εξάρτηση του ΠΔΕ από τους Κοινοτικούς πόρους, πράγμα απολύτως αρνητικό και απαράδεκτο.

Η απόπειρα αν υποκατασταθεί εν μέρει το ΠΔΕ από τις Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (έχουν επιλεγεί έργα ύψους 5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων αναμένεται, σύμφωνα με κυβερνητικές δηλώσεις, να ξεκινήσουν έργα 500 εκ. ευρώ το 2009, πράγμα αρκετά αμφίβολο) και από τις Συμβάσεις Παραχώρησης μεγάλων οδικών έργων (έξι εθνικοί οδικοί άξονες), όχι μόνο δεν είναι αρκετή αλλά και κινείται σε λαθεμένο και επικίνδυνο δρόμο. Κι αυτό γιατί τα έργα που κατασκευάζονται κατʼ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο είναι πανάκριβα, υποκρύπτουν (ΣΔΙΤ) δημόσιο δανεισμό, οδηγούν στην ιδιωτικοποίηση κεντρικών υποδομών και λειτουργιών του κράτους αλλά και καθιερώνουν ένα πρόσθετο σύστημα «αφανούς» και επαχθούς φορολόγησης των πολιτών.

Στο πλαίσιο αυτής της προβλεπόμενης δραστικής μείωσης του ΠΔΕ βλέπουμε κρίσιμούς τομείς να εμφανίζουν απόλυτη μεγάλη μείωση των δαπανών. Χαρακτηριστικά σημειώνω:

  • Πολιτισμός μείωση 38,6%
  • Ενέργεια μείωση 24,4%
  • Έρευνα-τεχνολογία μείωση 15%

Ακόμα και τα περιφερειακά προγράμματα, στα οποία θα έδινε ειδικό βάρος το ΕΣΠΑ 2007-13 εμφανίζονται μειωμένα κατά 20,1%, ενώ, κατά τραγικό τρόπο, ακόμα πληρώνουμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες με προβλέψεις για επενδύσεις ύψους 132 εκ. ευρώ αυξημένες πρωτοφανώς κατά 38,9% ! Αυτό είναι το Ολυμπιακό «βατερλώ» της χώρας, στο οποίο κατασπαταλήθηκαν τεράστια ποσά, η μεγαλύτερη μεταπολιτευτική δημόσια επένδυση, άνευ αναπτυξιακού και κοινωνικού αποτελέσματος.

Πέραν, όμως του ύψους, το πλέον αρνητικό, ίσως, στοιχείο του ΠΔΕ είναι ο προσανατολισμός, η διάρθρωσή του, τα χαρακτηριστικά και η αποτελεσματικότητά του. Το ΠΔΕ περιέχει σωρεία δαπανών που δεν έχουν σχέση με πραγματικές επενδύσεις, ενώ ουδέποτε έχουν εκπονηθεί μελέτες για την αποδοτικότητα , το αναπτυξιακό και κοινωνικό αποτέλεσμα των δαπανών του. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι το ΠΔΕ ήταν και παραμένει κυρίως ένα πρόγραμμα «τσιμέντου» και «ασφάλτου», το οποίο ελάχιστη σχέση έχει με τον παραγωγικό εκσυγχρονισμό της χώρας και την ανάπτυξη επενδύσεων καινοτομίας και νέων τεχνολογιών. Από αυτή την άποψη, το ΠΔΕ συντηρεί ένα οικονομικό μοντέλο στρεβλό, χωρίς δυναμική, το οποίο δεν είναι διατηρήσιμο και το οποίο κινδυνεύει  να αποσαρθρωθεί εν μέσω εξελισσόμενης καπιταλιστικής κρίσης.

5.1    ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Οι παραπάνω σκέψεις συνδέονται με το γενικότερο θέμα του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας. Οι κυβερνήσεις, ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ʼ90, επαίρονταν διαδοχικά για τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας, χωρίς να υποβάλλουν σε κριτική το μοντέλο αυτής της ανάπτυξης, τον προσανατολισμό του, την ανθεκτικότητα, την προοπτική του και τις οδυνηρές κοινωνικές του συνέπειες.

Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και εδώ και μια τετραετία οι κυβερνήσεις της ΝΔ, οι πρώτες στο όνομα του «εκσυγχρονισμού», οι δεύτερες στο όνομα των «μεταρρυθμίσεων» , εκθείαζαν μια πολιτική γενικευμένων απορρυθμίσεων, αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων, διαρκούς λιτότητας σε μισθούς και συντάξεις στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, παράδοσης της χώρας στις αγορές και γενικευμένων ιδιωτικοποιήσεων. Στο όνομα του «αναποτελεσματικού» κράτους, στο οποίο τόσο η ΝΔ, όσο και το ΠΑΣΟΚ, συντηρούσαν τις πιο σκληρές κομματικές, πελατειακές, ρουσφετολογικές και χαριστικές προς ιδιωτικά συμφέροντα πρακτικές, εκθείαζαν τις λεγόμενες «απελευθερωμένες» αγορές ως τον καταλύτη μιας νέας απρόσκοπτης ευημερίας.

Κι όμως, αυτή η νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη, πέραν του σκληρού εκμεταλλευτικού της χαρακτήρα, ενείχε όλο και μεγαλύτερα διαρθρωτικά προβλήματα, εκ των οποίων υπογραμμίζω ορισμένα:

  • Προκαλούσε και αναπαρήγαγε όλο και ευρυνόμενα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο πληρωμών (με το έλλειμμα του τελευταίου να σπάει αυτά τα χρόνια όλα τα ρεκόρ), πράγμα που σηματοδοτούσε την όλο και πιο χαμηλή αποδοτικότητα της οικονομίας.
  • Οι επενδύσεις στην οικονομία είχαν έντονα διαρθρωτικά προβλήματα αφού η μεγάλη πλειοψηφία τους κατευθύνετο στις κατασκευές και τα μέσα μεταφοράς, ενώ αν αφαιρούσαμε τις ιδιωτικοποιήσεις και τις αποσβέσεις, οι πραγματικά νέες επενδύσεις σε εξοπλισμό ήταν αναλογικά ελάχιστες.
  • Οι αναπτυξιακοί ρυθμοί της χώρας στηρίζονταν σε υπέρμετρο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία με τη σειρά της βασιζόταν σε μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα υπερεπέκταση του δανεισμού των νοικοκυριώ, με ιδιαίτερα επαχθείς όρους και υπερενίσχυση του ρόλου και της κερδοφορίας των Τραπεζών.
  • Η ελληνική οικονομία βάδιζε από χρόνο σε χρόνο σε παραγωγική κατάρρευση και έχει μετατραπεί πλέον σε μια οικονομία υπηρεσιών (όχι ιδιαίτερα αξιόλογης ποιότητας), που προσεγγίζουν το 80% του ΑΕΠ, με τη γεωργία λίγο πάνω από το 3%(!) και την πραγματική βιομηχανία περίπου στο 13% (!), ένα από τα χειρότερα ποσοστά σε όλη την Ευρώπη
  • Για κάθε ένα ευρώ ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, χρησιμοποιούντο 3 έως 4  ευρώ νέοι δανειακοί πόροι (δημοσίου και ιδιωτών), καθαροί εισρέοντες Κοινοτικοί πόροι και πόροι ιδιωτικοποίησης-εκποίησης δημόσιων επιχειρήσεων και δημόσιας περιουσίας. Αυτή η πρωτοφανώς «σπάταλη» ανάπτυξη, δεν είχε ουσιαστική ενδογενή δυναμική και δεν ήταν διατηρήσιμη, αφού, πέραν από τα απαράδεκτα μέσα της, δεν ήταν διατηρήσιμοι οι όροι πάνω στους οποίου βασίζετο.
  • Η ανάπτυξη αυτή, επίσης, προωθείτο με συνεχή υποβάθμιση του αστικού και φυσικού χώρου, μεγάλο ενεργειακό κόστος, συνεχή υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής και καταστροφή του περιβάλλοντος.

Ειδικότερα, οι πολιτικές που ασκήθηκαν από τις αρχές της δεκαετίας του ʽ90 από όλες τις κυβερνήσεις βασίστηκαν στο δόγμα «πωλείται η Ελλάς» και εφαρμόστηκαν με μια φρενήρη κούρσα ιδιωτικοποιήσεων στρατηγικής σημασίας δημόσιων επιχειρήσεων, εκποίησης φυσικών αγαθών και εμπορευματοποίησης-ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών, όπως η υγεία, η παιδεία, κλπ.  Αυτές τις απαράδεκτες επιλογές κλιμακώνει όλα αυτά τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση της ΝΔ με πρόσφατη την παράδοση του ΟΤΕ στην Deutsche Telecom, την προωθούμενη εκχώρηση των λιμανιών του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης σε Κινέζικες Εταιρείες (Cosco και Hatchison), την επιχειρούμενη διάλυση-απαξίωση-ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής κλπ. Σε όλα αυτά τα χρόνια κλιμακώθηκε, επίσης, η Χρηματιστηριακή διαχείριση της ελληνικής οικονομίας και η σταδιακή παράδοσή της στην απληστία των κεφαλαιαγορών. Οι κυβερνήσεις εκθείαζαν ως μέγα επίτευγμα την έλευση των ξένων «funds» στη χώρα, τα οποία έφτασαν να ελέγχουν το 55% της κεφαλαιοποίησης του ΧΑΑ, το οποίο σωριάζεται σήμερα, μέσα στην κρίση, από τη φυγή αυτών των κεφαλαίων, συχνά με αποκομιδή μεγάλων αφορολόγητων υπεραξιών. Ως αποτέλεσμα των ως αν καταστροφικών εξελίξεων, κάθε χρόνο φεύγουν από τη χώρα για το εξωτερικό καθαρά ποσά (μείον τις σχετικές εισπράξεις) πάνω από 10 δισ. ευρώ για τόκους, μερίσματα και κέρδη.

Την ίδια ώρα, συνεχίζεται η πολιτική υπονόμευσης-απαξίωσης όσων επιχειρήσεων ανήκουν ακόμα και πλειοψηφικά στο δημόσιο (βλ. ΔΕΗ) και ειδικότερα η συνεχής απαξίωση των ΔΕΚΟ (χαρακτηριστικότερη η περίπτωση του ΟΣΕ),  οι οποίες εξωθούνται σε ένα διαρκή αυτοαναπαραγόμενο δανεισμό με εγγυήσεις του δημοσίου, οι οποίες χρόνο με το χρόνο καλπάζουν (22 δισ. ευρώ ή 9% του ΑΕΠ το 2008) και τελικό στόχο την ιδιωτικοποίησή τους.

Αυτό το μοντέλο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, το οποίο μετατρέπει στη χώρα σε μια ευρωπαϊκής έκδοσης «μπανανία» των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, των Τραπεζών και του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίου –ιδιαίτερα των πολυεθνικών- έχει φτάσει στα όριά του και μέσα στη σημερινή κρίση, κινδυνεύει με αποσάρθρωση και μια πρωτοφανή εκτίναξη των κοινωνικών ανισοτήτων, της ανεργίας και της νέας φτώχειας.

6.    ΑΝΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΠΛΑΣΤΟΣ Ο ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2009

Ο προϋπολογισμός του 2009, κομμένος και ραμμένος τεχνητά στο πνεύμα της νεοφιλελεύθερης-μονεταριστικής ορθοδοξίας του απαράδεκτου Σύμφωνου Σταθερότητας της Ε.Ε., είναι βέβαιον ότι θα αποδειχτεί ακόμα πιο επίπλαστος και αναξιόπιστος από τους αντίστοιχους προϋπολογισμούς του  2007 και 2008.

Ο προϋπολογισμός του 2009 βασίζεται σε μια πρόβλεψη αύξησης του ΑΕΠ το 2009 στο 2,7%, την οποία στηρίζει σε μια εκτός τόπου και χρόνου αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στο 2,2 % (σταθερές τιμές), όταν το 2008 αυξήθηκε κατά 2,3%, σε υπερβολική εκτίμηση των επενδύσεων με αύξησή τους στο 1,5% όταν το 2008 εκτιμάται ότι θα αυξηθούν μόλις 0,1% και σε μια υπερεκτιμημένη ενίσχυση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 3,9%, όταν η αύξησή τους το 2008 αναμένεται να φτάσει το 4,3%. Ανάπτυξη της τάξης του 2,7%, σε μια περίοδο που οι μεγάλες καπιταλιστικές οικονομίες βυθίζονται σε ύφεση, δεν προβλέπει κανένας διεθνής οργανισμός (πρόσφατα ο ΟΟΣΑ εκτίμησε την ανάπτυξη της Ελλάδας το 2009 στο 1,9%). Αντίθετα, με την πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση και τα χαρακτηριστικά του προϋπολογισμού που κατέθεσε για το 2009, η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να διολισθήσει σταδιακά σε καταστάσεις ύφεσης από το νέο έτος.

Πέραν αυτού, οι προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2009 είναι πρωτοφανώς και αυθαίρετα υπερεκτιμημένες ως προς τα έσοδα και σαφώς υποεκτιμημένες ως προς τις δαπάνες. Είναι αδιανόητο και σχεδόν παράλογο να κάνει λόγο η κυβέρνηση ότι με 14 δισ. περίπου προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ το 2009, θα κατορθώσει να συγκεντρώσει, μέσα στην κρίση, νέους πρόσθετους φόρους περίπου 7 δισ. ευρώ, όταν μάλιστα η φοροδιαφυγή, αντί να περιορίζεται, διογκώνεται. Μόνο όνειρο θερινής νυκτός μπορεί να χαρακτηριστεί η επιδίωξη για κάθε δύο ευρώ αύξηση του ΑΕΠ, το ένα ευρώ να αποτελεί είσπραξη πρόσθετων φόρων!

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση για να εμφανίσει το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης συγκρατημένο στο 2,5 % του ΑΕΠ συνεχίζει να επιδίδεται σε πρωτοφανείς λογιστικές αλχημείες. Ανεβάζει εντελώς αυθαίρετα το πλεόνασμα των ΟΤΑ, των Ασφαλιστικών Ταμείων και των ΝΠΔΔ στα ύψη των 8.405 εκ. ευρώ, έναντι του υπερδιογκωμένου 7.165 ευρώ το 2008, τη στιγμή που το 2007 (έλεγχος από Eurostat) μειώθηκε στο 3.348 εκ. ευρώ. Κι αυτά σε μια περίοδο που τα Ασφαλιστικά Ταμεία εγγράφουν απώλειες εξαιτίας της έκθεσής τους στις κεφαλαιαγορές περίπου 5 δισ. ευρώ! Την ίδια ώρα η κυβέρνηση υπερεκτιμά αυθαίρετα, τις αδιευκρίνιστες πάντοτε, εθνικολογιστικές προσαρμογές στα 1.390 εκ. ευρώ, μειώνοντας ισόποσα το έλλειμμα (2007 1.013 εκ. ευρώ), ενώ υποεκτιμά τις εξοπλιστικές δαπάνες.

Η κυβέρνηση, επίσης, δεν μας λέει τίποτα για τα τεράστια συσσωρευμένα χρέη των Νοσοκομείων (περίπου 4,5 δισ. ευρώ), και τα διογκούμενα χρέη του δημοσίου προς τους προμηθευτές του και ειδικότερα τις κατασκευαστικές εταιρείες, τα οποία θα έπρεπε να προσμετρώνται  στα ελλείμματα. Όπως η κυβέρνηση σκοπίμως δεν διευκρινίζει από πού θα προκύψουν τα λεγόμενα αντικριζόμενα έσοδα για δαπάνες ύψους 1.455 εκ. ευρώ, πού θα κατευθυνθούν -εκτός των προβλεπόμενων δαπανών Τακτικού Προϋπολογισμού- κατά κύριο λόγο για την επιχορήγηση του ΤΑΠ-ΟΤΕ και του ΟΑΠ-ΔΕΗ.

Συμπέρασμα: ο προϋπολογισμός του 2009 δεν κινδυνεύει απλώς με εκτροχιασμό, αλλά ίσως και με κατάρρευση εντός του 2009.

Η χώρα, παρά την αέναη λιτότητα σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες (τη μια για να μπούμε στην ΟΝΕ, την άλλη για να διατηρηθούμε στην ΟΝΕ, την επόμενη για να οδηγηθούμε σταδιακά στο μηδενισμό των ελλειμμάτων), βιώνει μια συνεχή ιδιόμορφη δημοσιονομική «τρομοκρατία» και κρίση. Ελλείμματα και αυξανόμενα χρέη συνιστούν κατά κύριο λόγο την «αφανή» επιδότηση των κερδών και του μεγάλου πλούτου.

7.    ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Η σημερινή βαθύτατη και δομική κρίση δεν αποτυπώνει μόνο την πλήρη και παταγώδη αποτυχία του νεοφιλελευθερισμού, αλλά σε τελευταία ανάλυση και του ίδιου του καπιταλισμού. Εκφράζει ιδιαίτερα τη χρεωκοπία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης της χώρας μας, στου οποίου τα ειδικά χαρακτηριστικά έχουμε συνοπτικά αναφερθεί.

Μια θετική διέξοδος από τη σημερινή κρίση δεν μπορεί να υπάρξει με «μικροαλλαγές» και παρεμβάσεις που θα διατηρούν επί της ουσίας το σύστημα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Δεν υπήρξε ούτε μπορεί να υπάρξει ένας «ανθρώπινος» και «κοινωνικός» νεοφιλελευθερισμός, όπως ευρύτερα απεδείχθησαν μη βιώσιμα και πέρασαν σε κρίση και τα μεταπολεμικά «εγχειρήματα» ενός «κοινωνικού» καπιταλισμού.

Αντίθετα, σήμερα όσο ποτέ η χώρα μας και η Ευρώπη, αλλά και ο κόσμος έχουν απόλυτη ανάγκη από ένα νέο προοδευτικό πρότυπο ανάπτυξης με κοινωνικό και οικολογικό περιεχόμενο και προοπτική ένα νέο σοσιαλισμό, πέρα από τα αποτυχημένα εγχειρήματα του λεγόμενου «υπαρκτού» σοσιαλισμού. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά στην εξελισσόμενη κρίση, υποστηρίζει και διεκδικεί άμεσα μέτρα:

  • Για τη στήριξη και ουσιαστική ενίσχυση των μισθωτών και των συνταξιούχων, ιδιαίτερα των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων
  • Για τη διεύρυνση της απασχόλησης και την ουσιαστική στήριξη των ανέργων
  • Για την ανακούφιση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των πολύ μικρών επιχειρήσεων
  • Για την ουσιαστική ενίσχυση του αγροτικού και κτηνοτροφικού κόσμου, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων αγροτών και κτηνοτρόφων, που το εισόδημά τους βρίσκεται υπό κατάρρευση.

Μια θετική, όμως, διέξοδος από τη σημερινή κρίση δεν μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με επιμέρους ρυθμίσεις και αλλαγές, αλλά απαιτεί ένα νέο συνολικό και συνεκτικό πρόγραμμα που θα αμφισβητεί συνολικά το νεοφιλελεύθερο πρότυπο σε Ελλάδα και Ευρώπη, με ορίζοντα μια νέα σοσιαλιστική προοπτική.

  • Στο πλαίσιο αυτό είμαστε ριζικά αντίθετοι με την νεοφιλελεύθερη μονεταριστική αρχιτεκτονική με την οποία διαμορφώθηκε η Ε.Ε., ενώ ειδικότερα διεκδικούμε την ανατροπή και ριζική αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Διεκδικούμε να αποσύρει άμεσα η Ελλάδα την υπογραφή της, η οποία δόθηκε με την συναίνεση ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ερήμην του λαού, στην απαράδεκτη «μεταρρυθμιστική» Συνθήκη της Λισαβόνας.

Διεκδικούμε να τεθεί άμεσα η Συνθήκη της Λισαβόνας στην κρίση του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα και στόχο την απόρριψή της.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αγωνίζεται από κοινού και αλληλέγγυα με όλες τις ριζοσπαστικές και προοδευτικές αριστερές δυνάμεις της ηπείρου μας για μια νέα Ευρώπη των λαών και των εργαζομένων, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια, που θα κινείται έξω από τα δόγματα του ατλαντισμού, σε προοδευτική και σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Στην κατεύθυνση μιας ριζοσπαστικής προοδευτικής αλλαγής στη χώρα μας και στην Ευρώπη θεωρούμε ως πρώτα μεγάλα βήματα την ριζική τροποποίηση του υφιστάμενου πλαισίου για την άσκηση οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών.

Γιʼ αυτό προτείνουμε και διεκδικούμε για τη χώρα μας και την Ευρώπη:

  • Την κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας και τη δέσμευση για μια νέα προοδευτική πορεία που θα διασφαλίζει την ανάπτυξη, την πλήρη απασχόληση, την κοινωνική προστασία και την προστασία του περιβάλλοντος.
  • Την επαναφορά της νομισματικής πολιτικής σε πλήρη πολιτικό έλεγχο και την ευέλικτη άσκησή της με βασικό γνώμονα την ανάπτυξη και την απασχόληση.
  • Την αμφισβήτηση της λεγόμενης απελευθέρωσης των αγορών κυρίως  στους τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των υποδομών, των μεταφορών.
  • Την επαναφορά υπό δημόσιο έλεγχο πρώτα απʼ όλα των κερδοσκοπικών κινήσεων των κεφαλαίων, που δεν έχουν άμεση σχέση με το εμπόριο και τις νέες άμεσες επενδύσεις.
  • Τη ριζική αλλαγή του καθεστώτος της ενιαίας αγοράς έτσι ώστε να υποβοηθά το ισότιμο εμπόριο, τη συνανάπτυξη, τη σύγκλιση των οικονομιών και να αποτρέπει τη σημερινή κούρσα απόκτησης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος μέσω φορολογικού, μισθολογικού, εργασιακού και κοινωνικού «ντάμπιγκ».
  • Αγωνιζόμαστε για ένα ριζικά νέο και διαφορετικό κράτος, σύγχρονο, δημοκρατικό, αξιόπιστο και αποτελεσματικό, στη λειτουργία του οποίου φιλοδοξούμε να εμπεδώσουμε ένα νέο κλίμα αξιοκρατίας, ευθύνης, προσφοράς και πλήρους διαφάνειας.

Αγωνιζόμαστε για ένα ριζικά νέο και διαφορετικό ευρύτερο δημόσιο τομέα στην οικονομία, σύγχρονο και παραγωγικό, αποδοτικό, αξιοκρατικό και καινοτόμο.

Αυτός ο νέος δημόσιος τομέας που θα λειτουργεί με τη συμμετοχή των εργαζομένων, με νέες ανθρώπινες, ασφαλείς και κατοχυρωμένες εργασιακές σχέσεις, χωρίς ηλικιακές διακρίσεις και σε νέο κλίμα υπευθυνότητας και προσφοράς, με αξιοκρατία, διαφάνεια και κοινωνικό έλεγχο, μπορεί να αναλάβει ένα νέο κεντρικό ρόλο για την προώθηση ενός καινούργιου προτύπου ανάπτυξης με κοινωνικό και οικολογικό περιεχόμενο.

Στο πλαίσιο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ αγωνίζεται κατά των ιδιωτικοποιήσεων που προωθεί η κυβέρνηση και διεκδικεί ένας νέος ανασυγκροτημένος δημόσιος τομέας να αποκτήσει άμεσα ένα νέο κεντρικό ρόλο στους τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των υποδομών, των μεταφορών. 

  • Προτείνουμε και διεκδικούμε μια νέα στρατηγική κατάργησης της απελευθέρωσης και περάσματος του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο, προκειμένου να επιτελέσει έναν άλλο ρόλο στη διαμόρφωση μιας νέας χρηματοπιστωτικής πολιτικής που θα ασκείται με αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια.

Προτείνουμε και διεκδικούμε την απόκτηση από το δημόσιο του ελέγχου του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας και την ενίσχυση του ρόλου του δημοσίου στην Αγροτική Τράπεζα και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο.

Με πρώτο πυρήνα αυτές τις τρεις Τράπεζες το δημόσιο πρέπει να ασκήσει μια νέα πολιτική στο χρηματοπιστωτικό τομέα που να ευνοεί την ανάπτυξη, να υποστηρίζει ειδικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον αγροτικό κόσμο, να ευνοεί την υλοποίηση ειδικών κλαδικών πολιτικών και να ενισχύει τα ασθενέστερα στρώματα στη δανειοδότησή τους. 

Οι Τράπεζες από εργαλείο κερδοσκοπίας, καταλήστευσης του καταναλωτικού κοινού, λεηλασίας και στρέβλωσης της οικονομίας, πρέπει να γίνουν εργαλεία  για την ανάπτυξη και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παρουσιάσει ένα άμεσο και αναλυτικό πρόγραμμα διεκδικήσεων για την προστασία και ανακούφιση των δανειοληπτών, το οποίο περιέχει συγκεκριμένα και ρεαλιστικά μέτρα.

  • Στο πλαίσιο της καταπολέμησης της ακρίβειας, της αισχροκέρδειας, αλλά και της διασφάλισης της ποιότητας, της ασφάλειας και της υγιεινής προϊόντων και υπηρεσιών, ως πρώτα βήματα προτείνουμε και διεκδικούμε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τον ουσιαστικό, αυστηρό και αποτελεσματικό έλεγχο των αγορών, τόσο ως προς τη διαμόρφωση των τιμών και  την ουσιαστική καταπολέμηση  των «καρτέλ», όσο και ως προς την ποιότητα, την ασφάλεια και την υγιεινή προϊόντων και υπηρεσιών.
  • Προτείνουμε και διεκδικούμε μια ριζοσπαστική προοδευτική φορολογική μεταρρύθμιση που θα αποκαταστήσει τη φορολογική δικαιοσύνη, θα ανακουφίσει τα πλατιά λαϊκά στρώματα, θα φορολογήσει αποτελεσματικά το μεγάλο πλούτο και θα ενισχύσει τα έσοδα του δημοσίου για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
  • Στο πλαίσιο αυτής της μεγάλης φορολογικής τομής για ένα δίκαιο, απλό και σταθερό φορολογικό σύστημα, ως πρώτο βήμα υποστηρίζουμε την κατάργηση όλων των νόμων και μέτρων που καθιερώνουν φορολογικά προνόμια και την ουσιαστική φορολογική ασυλία των κερδών, των μεγάλων εισοδημάτων και των μεγάλων περιουσιών σε ακίνητα και κινητές αξίες. Ειδικότερα, καταργούνται οι διατάξεις που κατοχυρώνουν τη φορολογική ασυλία  του εφοπλιστικού κεφαλαίου.
  • Προτείνουμε και διεκδικούμε μια νέα προοδευτική στρατηγική στον χώρο της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής με στόχο να ανακόψει την κατάρρευση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στην χώρα μας, να αναζωογονήσει την ύπαιθρο, να αυξήσει την απασχόληση στην περιφέρεια, να προασπίσει το περιβάλλον και να στηρίξει τους μικρομεσαίους αγρότες και κτηνοτρόφους, ιδιαίτερα τους νέους.
  • Προτείνουμε μια νέα ισχυρή στρατηγική στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην χώρα μας με ταυτόχρονη προάσπιση της απασχόλησης και των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε όλες τις επιχειρήσεις. Ειδικότερα πρώτη προτεραιότητά μας είναι η στήριξη και η ενίσχυση των πολύ μικρών και ιδιαίτερα των ατομικών και οικογενειακών επιχειρήσεων και προς αυτή την κατεύθυνση έχουμε προβάλει συγκεκριμένη δέσμη μέτρων
  • Προτείνουμε και διεκδικούμε ένα νέο δημόσιο, ισχυρό, αναβαθμισμένο και καθολικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και υγείας που θα καλύπτει πλήρως όλους/ες όσους/ες εργάζονται ή είναι άνεργοι/ες και αναζητούν εργασία και θα διασφαλίζει ανθρώπινες και αξιοπρεπείς συντάξεις μαζί με σύγχρονη, πλήρη, αναβαθμισμένη και απολύτως δωρεάν ιατροφαρμακευτική και υγειονομική περίθαλψη.
  • Προτείνουμε και διεκδικούμε μια νέα πολιτική πλήρους απασχόλησης για όλους/ες, όσοι/ες είναι ικανοί/ες για εργασία.
  • Διεκδικούμε τη ριζική μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών. Πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση είναι η άμεση εφαρμογή του 7ωρου ως ημερήσιου χρόνου εργασίας (35ωρο, πενθήμερο, εφτάωρο), χωρίς μείωση των αποδοχών. Λαμβάνονται ειδικά μέτρα για τη στήριξη από την εφαρμογή του μέτρου, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων
  • Εφαρμόζονται νέες εργασιακές σχέσεις πλήρους και σταθερής απασχόλησης ενάντια στις επιλογές της «flexicurity».

Προς αυτή την κατεύθυνση, προτείνουμε ως πρώτα μέτρα και βήματα:

  • Τακτοποιούνται με συμβάσεις αορίστου χρόνου όλοι οι σημερινοί συμβασιούχοι στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Καταργείται ο θεσμός του συμβασιούχου.
  • Καταργούνται οι «μεσαιωνικές» ευέλικτες σχέσεις εργασίας, όπως τα stage, η επινοικίαση εργαζομένων, οι συμβάσεις έργου ή μίσθωσης υπηρεσιών με δελτίο («μπλοκάκι») και μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια καταργούνται οι αντίστοιχοι νόμοι των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που τις θεσμοθέτησαν (Ν. 1892/90, 2639/98, 2874/2000, 2956/01, 3377/05, 3385/05).
  • Καταργούνται όλες οι αρνητικές διακρίσεις που έχουν θεσπιστεί από το 1992 έως σήμερα σε βάρος των νέων όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις, την ασφάλιση, τις αμοιβές, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα. Καταργούνται ειδικότερα, όλες οι αρνητικές διακρίσεις για τους νεοπροσλαμβανόμενους στις ΔΕΚΟ και συγκεκριμένα οι Ν. 3429/06 και 3691/08, όπως καταργούνται οι νομοθετικές ρυθμίσεις που φαλκιδεύουν κανονισμούς εργασίας, αμοιβών και ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων.
  • Προτείνουμε και διεκδικούμε μια νέα πολιτική μισθών και συντάξεων που θα διασφαλίζουν μια ανθρώπινη και αξιοπρεπή διαβίωση.
  • Προτείνουμε και διεκδικούμε διορθωτικό ποσό αύξησης στους κατώτερους μισθούς, τις κατώτερες συντάξεις και στο επίδομα ανεργίας 200 ευρώ για το 2008 και 100 ευρώ για το 2009. Στόχος να φτάσει ο κατώτερος μισθός στα 1300 ευρώ το μήνα, όσο περίπου είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης. Ειδικά μέτρα στήριξης των μικρομεσαίων  και ιδιαίτερα των πολύ μικρών επιχειρήσεων από την εφαρμογή των μέτρων, ειδικά τα πρώτα χρόνια προσαρμογής τους.
  • Δραστική αύξηση του επιδόματος ανεργίας στο 80%  του μισθού του ανειδίκευτου εργάτη και επιμήκυνση της χορήγησής του για όλο το διάστημα ανεργίας. Ασφάλιση των ανέργων για υγεία και σύνταξη σε όλο το διάστημα ανεργίας.
  • Ειδικό βοήθημα ανεργίας, ίσο με την εκάστοτε σύνταξη του ΟΓΑ για τους νέους και νέες που τελειώνουν τις σπουδές τους, γράφονται στις λίστες του ΟΑΕΔ και δεν τοποθετούνται εντός δύο μηνών σε θέση εργασίας.


Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ