ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

13/02/2019

Θ. Τζάκρη: Η ψηφοφορία που θα ακολουθήσει αφορά κυρίως το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο και την κανονιστική τους κατεύθυνση

Θ. Τζάκρη: Η ψηφοφορία που θα ακολουθήσει αφορά κυρίως το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο και την κανονιστική τους κατεύθυνση



Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ήδη από το 2013 έχει καταστεί δυνατή η έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από την προηγούμενη ανεπιτυχή προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας, η οποία μάλιστα δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις αναγκαίες συναινέσεις και επικρατεί πλέον γενικευμένη η πεποίθηση ότι η αναθεώρηση του εκκρεμεί ως ιστορικό ζητούμενο στην πολιτειακή μας ιστορία εδώ και δύο δεκαετίες.
Και αυτό μάλιστα για δύο λόγους: Πρώτον, διότι η θεσμική μας σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει ως ιστορική προσαρμογή τη Συνταγματική Αναθεώρηση, εφόσον ουσιαστικά το Σύνταγμά μας έχει συνταχθεί από ένα εθνικό κράτος, το οποίο στη συνέχεια εντάχθηκε σε έναν υπέρτερο ευρωπαϊκό θεσμό που υπέστη και διεύρυνση και εμβάθυνση. Ακόμη, για κάποιους εξακολουθεί να υφίσταται το ερώτημα αν υπάρχουν ενωσιακές ρυθμίσεις που είναι υπερσυνταγματικής ισχύος, δηλαδή αν υπάρχουν διατάξεις που να έχουν υπέρτερη νομική ισχύ από το ελληνικό Σύνταγμα και επιστημονικά και πολιτικά πρέπει να δοθούν οι αναγκαίες απαντήσεις.
Και δεύτερον, διότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δοκιμάστηκε από μία έκτακτη οικονομική και δημοσιονομική κρίση, που δοκίμασε τους πολίτες και εξακολουθεί να τους δοκιμάζει, αλλά και τους θεσμούς. Άρα, ο έλεγχος των θεσμών, υπό το πρίσμα της κρίσης που τους δοκίμασε, αποτελεί αναγκαίο πολιτικό πρόταγμα.
Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, καλούμαστε σήμερα να αποφασίσουμε πώς πρέπει να είναι οι κατευθυντήριες γραμμές για μία επιτυχημένη Συνταγματική Αναθεώρηση. Μία δημοκρατία δυτικού τύπου βρίσκει την πιο αυθεντική της έκφραση στην αποτελεσματική προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην εργασία, στην υγεία, στην κοινωνική ασφάλιση και στη νομοθέτηση του κατώτατου μισθού, στην ισότητα αμοιβής ανεξαρτήτως ηλικίας και στην αξιοπρεπή διαβίωση για όλους, αλλά και στη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και στην προστασία της Δημοκρατίας καθ’ εαυτήν. Γιατί; Επειδή η οικονομική και κοινωνική κρίση κατέληξε σε πολιτικό εξτρεμισμό και γραφικοποίηση της πολιτικής, αλλά και σε πλήρη απαξίωση της πολιτικής ως δημόσιας λειτουργίας.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ο αναθεωρητικός νομοθέτης στην Ελλάδα του 2019 θα πρέπει να έχει ως κύριο μέλημα του να ανατάξει την αξιοπιστία, το κύρος και την τιμή του πολιτικού συστήματος και αυτή είναι μία υπαρξιακής τάξεως παρέμβαση για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών. Το πολιτικό σύστημα έχει χάσει την επαφή του με την κοινωνία κι αυτό μπορεί να έχει δραματικές συνέπειες για το μέλλον των κοινωνιών.
Ο φυσικός χώρος ανάταξης της τραυματισμένης πολιτικής, του τραυματισμένου δημόσιου χώρου είναι το Σύνταγμα, δηλαδή ο θεμελιώδης νόμος που καθορίζει και οργανώνει την αποτελεσματική και δημοκρατική λειτουργία των θεσμών. Άρα, όλες οι επιμέρους παρεμβάσεις που γίνονται προς αποκατάσταση της τιμής και του κύρους του πολιτικού κόσμου, επιχειρήθηκαν στον φυσικό τους χώρο, που είναι το Σύνταγμα.
Εδώ υπάγεται η καθιέρωση ενός ανώτατου ορίου συνολικής βουλευτικής θητείας, η υπέρβαση του οποίου θα συνεπάγεται αυτοδίκαια κώλυμα τόσο για την υποβολή νέας υποψηφιότητας όσο και για την εκλογή ως Βουλευτή κάθε προσώπου που έχει υπερβεί το όριο αυτό. Θα μπορούσαμε με αυτόν τον τρόπο να παρεμποδιστεί σε κάποιο βαθμό η δημιουργία μιας πολιτικής ελίτ, με επαγγελματικά χαρακτηριστικά κλειστής συντεχνίας και μάλιστα σε μία εποχή που η πολιτική έχει ανάγκη αυτούς που δεν έχουν ανάγκη την πολιτική.
Μόνο έτσι μπορεί να εξαλειφθούν φαινόμενα οικογενειοκρατίας. Διότι στο παλιό πολιτικό σύστημα δεν έχουμε μεν φαινόμενα κληρονομικής μοναρχίας, έχουμε όμως πλείστα φαινόμενα κληρονομικής δημοκρατίας. Ουσιαστικά, πέντε οικογένειες τα τελευταία πενήντα χρόνια δεσπόζουν στην πολιτική ζωή του τόπου μας, έχοντας αποκτήσει μάλιστα ιδιοκτησιακά σύνδρομα για το κράτος και εναλλάσσουν τα μέλη τους σε κυβερνητικούς θώκους. Η καθιέρωση, επομένως βουλευτικών θητειών βοηθούν, αλλά δεν αρκούν από μόνες τους. Θα πρέπει να εμπεδωθεί και η εσωκομματική δημοκρατία στα κόμματα.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η πρόταση για την κατάργηση της ασυλίας του Βουλευτή για τα αδικήματα που τελούνται επ’ ευκαιρία κι όχι κατά την άσκηση των καθηκόντων του, που τόσο πολύ έχει προκαλέσει την κοινωνία και έχει γίνει στοιχείο κατασυκοφάντησης της πολιτικής από τους λαϊκιστές, ενώ τους έδωσε μάλιστα το πρόσχημα να συκοφαντούν την πολιτική στους δημοκρατικούς πολίτες.
Εδώ υπάγεται και η διάταξη για αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος «περί ευθύνης Υπουργών», που δίνει την αίσθηση, όχι αδίκως, της αδικαιολόγητης προνομιακής ποινικής μεταχείρισης των Υπουργών σε σχέση με τους απλούς πολίτες και συγχρόνως, έδινε την αίσθηση ότι έχει δημιουργηθεί ένας προστατευμένος θύλακας διαφθοράς.
Η πρότασή μας, επομένως, για αναθεώρηση του άρθρου 86 καταργεί τη σύντομη αποσβεστική προθεσμία, προβλέποντας ότι για τα εγκλήματα του Υπουργού ισχύει ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος που ισχύει και για τους απλούς πολίτες.
Όλες οι παραπάνω, βέβαια, προτάσεις για την αναθεώρηση των διατάξεων του Συντάγματος που αφορούν το πολιτικό προσωπικό και την ανάταξη της αξιοπιστίας και του κύρους του πολιτικού συστήματος, θα πρέπει να τις δούμε σε συνδυασμό με τη συνταγματική πρόνοια για τη δημοκρατική ολοκλήρωση του κοινοβουλευτικού και άρα του εκλογικού κύκλου, διότι μόνο τότε εγγυώνται τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό του πολιτικού συστήματος στο σύνολό του.
Είναι αλήθεια, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, ότι ο τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας υπήρξε μέχρι πρότινος ένας εκβιαστικός μηχανισμός για την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, όπου ψευδεπίγραφα εμφανιζόταν η εκλογή του ως πολιτειακό ζήτημα, ενώ εν τοις πράγμασι, ήταν ένας τρόπος καταστρατήγησης, ένας τρόπος υπονόμευσης της τετραετούς κυβερνητικής θητείας.
Η πρότασή μας, επομένως, για την αναθεώρηση του άρθρου 32 απαιτεί πλέον την επίτευξη αυξημένης πλειοψηφίας των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των Βουλευτών στις δύο πρώτες ψηφοφορίας για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας κι αν αυτή δεν επιτευχθεί, αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων του συνόλου των Βουλευτών σε επαναλαμβανόμενες, αν χρειαστεί, ψηφοφορίες μέχρι τη συμπλήρωση εξαμήνου από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής και εφόσον σε καμία από αυτές τις ψηφοφορίες δεν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται απευθείας από τον λαό.
Η πρόταση αυτή, όπως είναι αυτονόητο, αποβλέπει, αφενός στο να αποφευχθεί η πρόκληση πρόωρων εκλογών για συγκαιριακούς λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αφετέρου δε στο να διασφαλιστεί η συναινετική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας.
Προς την ίδια κατεύθυνση, βέβαια, κινούνται και άλλες προτάσεις της Αναθεώρησης, όπως η πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης να υποβάλλεται μόνο όταν ταυτοχρόνως προτείνεται έτοιμη διάδοχη κατάσταση, ώστε να μην υπάρξει διατάραξη στην κοινοβουλευτική λειτουργία και στην πολιτική τάξη, καθώς και συνταγματική πρόβλεψη για την καθιέρωση αναλογικότερου εκλογικού συστήματος, η οποία αποτελεί πάγιο ιστορικό και διαχρονικό αίτημα του προοδευτικού κόσμου στην Ελλάδα και στη Δύση, αφού εγγυάται την αντιπροσωπευτικότερη πολιτική και εκλογική έκφραση της κοινωνίας και κυρίως, τη δημιουργία πολιτικής κουλτούρας συναίνεσης στα θέματα του εθνικού βίου.
Ο μαξιμαλισμός και η προχειρότητα, όμως, με την οποία αντιμετώπισε η Νέα Δημοκρατία την αναθεωρητική διαδικασία και η νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση προς την οποία πρότεινε να οδηγηθεί το Σύνταγμά μας με την πρότασή της να συμπεριληφθούν προτάσεις λογιστικού περιεχομένου στον θεμελιώδη νόμο της πολιτείας και η αρχική προσέγγισή της να τορπιλιστεί όλη η διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ψηφίσει την αναθεώρηση του άρθρου 16 για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων -από την οποία στη συνέχεια, βέβαια, υπαναχώρησε πάλι για λόγους κομματικής σκοπιμότητας- αποδεικνύει μάλλον παραγνώριση της σπουδαιότητας της ιστορικής συγκυρίας που διανύουμε και καταλήγει σε έκδηλη πολιτική αμηχανία και έλλειψη ουσιαστικών προτάσεων και θέσεων ως προς το θεμελιώδη χάρτη της χώρας, στην πιο κρίσιμη ιστορική καμπή των τελευταίων δεκαετιών.
Δεν είναι άλλωστε η τελευταία φορά ούτε η πρώτη φορά που η Νέα Δημοκρατία ανάλωσε και ξόδεψε την προηγούμενη αναθεωρητική διαδικασία το 2008 σε άσκοπες μικρονομικές ρυθμίσεις, που δεν είχαν κανένα αντίκτυπο στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα.
Θέλω, όμως, να κλείσω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με μία παρατήρηση νομικοτεχνική, η οποία έχει ταυτόχρονα και δικαιοπολιτικό χαρακτήρα. Η προβλεπόμενη από το Σύνταγμά μας ολοκλήρωση της συνταγματικής διαδικασίας σε δύο στάδια, δηλαδή ουσιαστικά σε δύο Βουλές, γεγονός που κατατάσσει το Σύνταγμά μας, ιδωμένο ως προς την αναθεωρητική διαδικασία, στα σκληρά Συντάγματα, έχει ερμηνευτικά μία και μόνο νομική και πολιτική λογική: Να επιβεβαιωθεί αυθεντικά και δεσμευτικά από δύο Βουλές η ιστορικά διαμορφωμένη αναθεωρητική βούληση για τροποποίηση των προς αναθεώρηση διατάξεων με συγκεκριμένο ρυθμιστικό περιεχόμενο.
Αν δεν είναι συγκεκριμένο το ρυθμιστικό περιεχόμενο και η αναθεωρητική διαδικασία αφορά μόνο αριθμούς και τίτλους άρθρων του Συντάγματος, είναι πρόδηλο το ενδεχόμενο η προτείνουσα Βουλή να αποφασίζει προς τη μία κατεύθυνση και η αναθεωρητική Βουλή να κινείται προς την αντίθετη.
Αυτό, όμως, είναι ένα νομικό absurdum και δεν είναι συνταγματικά ανεκτό. Αντίθετα, εκθέτει τον πολιτικό κόσμο και την ίδια την αναθεωρητική διαδικασία, αφού για το ίδιο, το μείζον συνταγματικό ζήτημα, το οποίο μάλιστα τέθηκε και στην κρίση του ελληνικού λαού, στην κρίση των πολιτών στις εκλογές που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο Βουλών, εμφανίζεται να προτείνονται δύο διαμετρικά αντίθετες ρυθμίσεις.
Επομένως, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η ψηφοφορία που θα ακολουθήσει δεν αφορά, προφανώς, μόνο τους ενάριθμους τίτλους των προτεινόμενων προς αναθεώρηση διατάξεων, αλλά αφορά κυρίως το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο και την κανονιστική τους κατεύθυνση.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, είναι πλέον ρεαλιστικό να αναμένει κανείς από το πολιτικό μας σύστημα μια Συνταγματική Αναθεώρηση που θα συνέβαλε στην υπέρβαση του. Από την άλλη πλευρά, τις τάσεις εκφεουδαρχισμού της πολιτικής δεν τις τροφοδοτεί μόνο το Σύνταγμα, αλλά και οι πραγματικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Αν αυτές μπορέσουν να αναταχθούν, μεταξύ άλλων με την επικράτηση δημοκρατικά οργανωμένων κομμάτων αρχών, με την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού χωρίς κληρονόμους, δοτούς αγοραστές κλπ., τότε μία Συνταγματική Αναθεώρηση με τα παραπάνω χαρακτηριστικά θα ερχόταν απλώς να επιβεβαιώσει το συντελεσμένο στην πράξη εκδημοκρατισμό.
Το ζητούμενο για την κοινωνία μας είναι να αντικαταστήσει τις σημερινές ιεραρχικού, φεουδαρχικού τύπου πελατειακές πυραμίδες με θεσμοποιημένους πολιτικούς οργανισμούς, οι οποίοι θα αντιπροσωπεύουν την κοινωνία έναντι της εξουσίας κι όχι το αντίστροφο. Το ζητούμενο είναι ακόμα να τερματιστεί η αναπαραγωγή μιας ημίκλειστης τάξης επαγγελματιών της πολιτικής και να διαχωριστεί η δημόσια πολιτική από την ιδιωτική οικονομική εξουσία.
Το ζητούμενο τελικά είναι να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από ένα πολιτικό σύστημα επιφανειακά μόνο δημοκρατικό, όπως αυτό που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας μετά τη Μεταπολίτευση το 1974, σε ένα νέο και περισσότερο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό μοντέλο λειτουργίας του κράτους και κυρίως των θεσμών.
Αυτό είναι το ζητούμενο της παρούσας Συνταγματικής Αναθεώρησης.
Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ