ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

17/04/2019

Τρ. Μηταφίδης: Σήμερα εκπληρώνουμε ένα θεμελιακό ιστορικό, ηθικό, πολιτικό, αλλά και νομικό χρέος - βίντεο

Τρ. Μηταφίδης: Σήμερα εκπληρώνουμε ένα θεμελιακό ιστορικό, ηθικό, πολιτικό, αλλά και νομικό χρέος - βίντεο



.

«Συμπαρατασσόμαστε με τους Γερμανούς αντιναζιστές δημοκράτες, ακαδημαϊκούς, επιστήμονες και ακτιβιστές, που όλα αυτά τα χρόνια με δημόσιες δράσεις και συνεργασίες έχουν δώσει έναν αποφασιστικό αγώνα πλάι πλάι με το Εθνικό Συμβούλιο για την Διεκδίκηση των Οφειλών της Γερμανίας στην Ελλάδα με σκοπό τη δικαίωση του λαού μας» ανέφερε ο κ. Μηταφίδης.

Με τη σημερινή συζήτηση της Έκθεσης της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τις Οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα, εκπληρώνουμε ένα θεμελιακό ιστορικό, ηθικό, πολιτικό αλλά και νομικό χρέος, τόνισε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, παρουσιάζοντας στην Ολομέλεια το πόρισμα της Επιτροπής.

Ταυτοχρόνως, είπε ο κ. Μηταφίδης, δίνουμε την ευκαιρία στην Γερμανία να αντιπαλέψει με τα όπλα της αλήθειας, της συμφιλίωσης και της ευθύνης τις μισάνθρωπες φωνές των επιγόνων του Χίτλερ.

«Συμπαρατασσόμαστε με τους Γερμανούς αντιναζιστές δημοκράτες, ακαδημαϊκούς, επιστήμονες και ακτιβιστές, που όλα αυτά τα χρόνια με δημόσιες δράσεις και συνεργασίες έχουν δώσει έναν αποφασιστικό αγώνα πλάι πλάι με το Εθνικό Συμβούλιο για την Διεκδίκηση των Οφειλών της Γερμανίας στην Ελλάδα με σκοπό τη δικαίωση του λαού μας» ανέφερε ο κ. Μηταφίδης.

Ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, παρουσίασε την -από 6-2-2014- απάντηση της Επιστημονικής Επιτροπής της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής σε κοινοβουλευτική ερώτηση του Die Linke, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει επίσημη, οριστική παραίτηση της ελληνικής κυβέρνησης από την άσκηση αξιώσεων της χώρας για επανορθώσεις. Μελανή σελίδα η κυβέρνηση της χούντας, που στις 15 Νοεμβρίου 1967 καταψήφισε ψήφισμα του ΟΗΕ σύμφωνα με την οποία δεν παραγράφονται τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

«Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ελληνικός λαός, χωρίς λογικές ρεβανσισμού και συλλογικής ευθύνης, έδειξε τη μεγαλοψυχία του απέναντι στην ηττημένη Γερμανία, βάζοντας την υπογραφή του στη Συνθήκη του Λονδίνου (1953) για τα εξωτερικά γερμανικά χρέη, η οποία έθετε σε μορατόριουμ τις απαιτήσεις για πολεμικές επανορθώσεις, μέχρι την υπογραφή συνθήκης ειρήνης ή την επίλυση του θέματος των δύο, τότε, Γερμανών», τόνισε επίσης ο κ. Μηταφίδης.

Ακολουθεί ολόκληρη η εισήγηση του βουλευτή

"Στις 9 Μαΐου συμπληρώνονται 74 χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που σημαδεύτηκε ανεξίτηλα με την Τριπλή Κατοχή της χώρας μας από Δυνάμεις του Άξονα και την πληρωμή ενός τεράστιου φόρου αίματος. Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των Κρατών που θρήνησαν θύματα από τον Πόλεμο. Η αναλογία των θυμάτων επί του συνολικού πληθυσμού των 7.335.000 (έτους 1939) ανέρχεται σε ποσοστό 19,70%. (συγκριτικά στοιχεία: Γιουγκοσλαβία 13,83%, Γαλλία 2,65%, Ολλανδία 2,50%, Τσεχοσλοβακία 2,44%, Λουξεμβούργο 2,34%, Βέλγιο 2,24%, Μεγάλη Βρετανία 1,55%, Η.Π.Α. 0,66%). Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 558.000 θανόντες και σε 880.000 αναπήρους, συνολικά σε 1.438.000 θύματα. Οι ποσοτικοί αυτοί δείκτες θηριωδίας δεν είναι ασφαλώς τυχαίοι. Η χώρα μας αντιμετωπίστηκε στο πλαίσιο του ναζιστικού «ολοκληρωτικού πολέμου», όχι ως «σταθμός» αλλά ως «οχυρό της Βέρμαχτ», με το τραγικό αποτέλεσμα ολόκληρη η ελληνική επικράτεια να θεωρείται πεδίο μάχης, όπου εφαρμόστηκε η τακτική της «καμένης γης» εις βάρος του άμαχου πληθυσμού, μπροστά στην ανάπτυξη ενός μεγαλειώδους κινήματος ένοπλης λαϊκής αντίστασης.
Η Γερμανία ηττήθηκε κατά κράτος, διαιρέθηκε, επανενώθηκε, και «κανοναρχεί το χορό» στην Ε.Ε. Όμως, παρά τις μεταπολεμικές συμφωνίες που την όρισαν ως «καθολικό διάδοχο του Γ΄ Ράιχ», το ιστορικό της χρέος απέναντι στη χώρα μας παραμένει «άγος απλήρωτον». 
Με τη ΣΗΜΕΡΙΝΉ συζήτηση της Έκθεσης της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τις Οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα, εκπληρώνουμε ένα θεμελιακό ιστορικό, ηθικό, πολιτικό, αλλά και νομικό χρέος. Αυτό το πράττουμε και για έναν ακόμη λόγο: επιθυμούμε να δώσουμε στη Γερμανία την ευκαιρία να αντιπαλέψει με τα όπλα της αλήθειας, της συμφιλίωσης και της ευθύνης τις μισάνθρωπες φωνές των επιγόνων του Χίτλερ. Στην κατεύθυνση αυτή, συμπαρατασσόμαστε με τους Γερμανούς αντιναζιστές δημοκράτες, ακαδημαϊκούς, επιστήμονες και ακτιβιστές, όπως η Κίνηση Αμβούργο-Δίστομο, οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια με δημόσιες δράσεις και συνεργασίες έχουν δώσει έναν αποφασιστικό αγώνα, πλάι-πλάι με το Εθνικό Συμβούλιο για τη Διεκδίκηση των Οφειλών της Γερμανίας στην Ελλάδα (ΕΣΔΟΓΕ), με σκοπό τη δικαίωση του λαού μας.
Σύμφωνα με την από 6-2-2014 απάντηση της Επιστημονικής Επιτροπής της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής σε κοινοβουλευτική ερώτηση του Die Linke (καταθέτω τα σχετικά έγγραφα στη γερμανική και σε ελληνική μετάφρασή τους) δεν υπάρχει «επίσημη, οριστική παραίτηση της ελληνικής κυβέρνησης από την άσκηση αξιώσεων της χώρας για επανορθώσεις». Mελανή σελίδα η κυβέρνηση της χούντας (κατάλοιπο του δωσιλογισμού), που στις 15 Νοεμβρίου 1967 έδωσε εντολή στην τότε μόνιμη αντιπρόσωπο της Ελλάδας στον ΟΗΕ, Αλεξάνδρα Μαντζουλίνου, να καταψηφίσει ψήφισμα του ΟΗΕ, σύμφωνα με το οποίο δεν παραγράφονται τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Υπέρ της παραγραφής τάχθηκε με το υπ’ αριθμ. 45596/30-4-1968 έγγραφό του και ο Υπουργός “Δικαιοσύνης” της χούντας Κων/νος Καλαμποκιάς (το εν λόγω έγγραφο καταθέτω στα πρακτικά).
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ελληνικός λαός, χωρίς λογικές ρεβανσισμού και συλλογικής ευθύνης, έδειξε τη μεγαλοψυχία του απέναντι στην ηττημένη Γερμανία, βάζοντας την υπογραφή του στη Συνθήκη του Λονδίνου (1953) για τα εξωτερικά γερμανικά χρέη, η οποία έθετε σε moratorium τις απαιτήσεις για πολεμικές επανορθώσεις μέχρι την υπογραφή συνθήκης ειρήνης ή –σε κάθε περίπτωση– την επίλυση του θέματος των δύο, τότε, Γερμανιών. 
Μάλιστα, μπροστά στην πίεση 11 δυτικοευρωπαϊκών κρατών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, ο όρος της Συνθήκης του Λονδίνου να μην πληρώνει η Γερμανία επανορθώσεις μέσω διμερών συνθηκών για όσο διάστημα διενεργούσε πληρωμές για την εξόφληση των χρεών της, κάμφθηκε αποκλειστικά και μόνον στις περιπτώσεις ικανοποίησης ιδιωτικών αξιώσεων, όπως λ.χ. με την από 18ης Μαρτίου 1960 Συμφωνία μεταξύ Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Δ. Γερμανίας και της Ελλάδας. 
Στις 03.10.2010 η ενιαία Γερμανία ολοκλήρωσε την εξόφληση των χρηματικών υποχρεώσεων της, στις προθεσμίες που προέβλεπε η Συνθήκη του Λονδίνου. Επομένως, όχι μόνο δεν υφίσταται πλέον καμιά υποχρέωση να αναβληθεί η διεκδίκηση των γερμανικών πολεμικών οφειλών, αλλά, αντίθετα, κατέστη ληξιπρόθεσμη η υποχρέωση εξέτασης των απαιτήσεων για επανορθώσεις στο πλαίσιο της τελικής και καθολικής ρύθμισής τους.
Η συζήτηση του πορίσματος σήμερα αποτελεί μια πολιτική επιλογή πλήρους και απόλυτης αποσύνδεσης της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών από το καθεστώς σκληρής επιτροπείας υπό το οποίο τελούσε η χώρα μας έως πρόσφατα, εξαιτίας των μνημονίων. 
Στο μεσοδιάστημα αυτό, με κινήσεις συμβολικές αλλά και ουσιαστικές, έχει εκφραστεί επανειλημμένα η αφοσίωση της χώρας μας στον αγώνα της διεκδίκησης. Τόσο ο Προέδρος της Δημοκρατίας όσο και ο Πρωθυπουργός, αλλά και ο Πρόεδρος της Βουλής, επαναλαμβάνουν, σχεδόν στερεότυπα, προς κορυφαίους Γερμανούς ιθύνοντες ότι οι ελληνικές αξιώσεις είναι τουλάχιστον νομικά ενεργές και δικαστικά επιδιώξιμες. Θυμίζω, επίσης, ότι η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ στις 27 Απριλίου 2017 –μέρα κατάληψης της Αθήνας από τα ναζιστικά στρατεύματα το 1941– με κοινή δήλωσής της αποκατέστησε την τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας που είχε προσβάλει η χούντα τασσόμενη στον ΟΗΕ υπέρ της παραγραφής των ναζιστικών εγκλημάτων. 
Σε πρακτικό επίπεδο, το έργο της Επιτροπής έτυχε ρητής αναφοράς στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που κατάργησε το υπέρογκο δικαστικό ένσημο για τις αναγνωριστικές αγωγές των θυμάτων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.1 Επίσης, με νομοθετική ρύθμιση αποδόθηκε η ελληνική ιθαγένεια στους γόνους και τα εγγόνια των Ελλήνων Εβραίων θυμάτων του Ολοκαυτώματος.2 Ή Έκθεση της Επιτροπής δικαιολογημένα κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις δικαστικές περιπέτειες της καθημαγμένης Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης, στη διαρπαγή των περιουσιών της και στην εξοντωτική καταναγκαστική εργασία που υποβλήθηκαν τα άρρενα μέλη της ως προανάκρουσμα του Ολοκαυτώματος. Ακόμη, στο πλαίσιο της αποκατάστασης της ιστορικής μνήμης, καθιερώθηκε ως επίσημη δημόσια γιορτή η 30η Οκτωβρίου,3 μέρα απελευθέρωσης-διάσωσης των υποδομών της Θεσσαλονίκης από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ το 1944. Στις αρχές του Μάη θα εγκαινιαστεί στο Άουσβιτς το Μουσείο των συμπατριωτών μας που εξοντώθηκαν στα κρεματόρια του Χίτλερ. 
Προκειμένου δε να αρθούν τα συνταγματικά εμπόδια (Άρθρο 28, παράγραφος 1 Συντάγματος) για τις διεκδικήσεις των θυμάτων, να θυμίσω ότι εκφράζοντας τη βούληση της Διακομματικής Επιτροπής, στις 13.2.2019, στο πλαίσιο της συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση, κατέθεσα ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 28, ώστε να αρθεί το κώλυμα της ετεροδικίας, πράγμα που στερεί από τα θύματα της Τριπλής Κατοχής το δικαίωμα στο φυσικό δικαστή. 
Πρόσφατα εμπλουτίστηκε η «φαρέτρα» των επιχειρημάτων μας με την επιστημονική μελέτη των Καρλ Χάιντς Ρόθ και Χάρτμουτ Ρίμπνερ «Η Οφειλή των Επανορθώσεων: Υποθήκες της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα και την Ευρώπη», που μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα Ελληνικά από την Εθελοντική Ομάδα Πιερίας με την υλική υποστήριξη της Βουλής των Ελλήνων. Αντίτυπά της μελέτης αυτής είναι στη διάθεση των βουλευτών στη Βιβλιοθήκη της Βουλής.
Η οικονομική και νομική τεκμηρίωση του πορίσματος στηρίχθηκε στην από 30ης Δεκεμβρίου 2014 Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) και στο από 31ης Ιανουαρίου 2014 Πόρισμα της Ομάδας Εργασίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) αντίστοιχα. 
Περνώντας, τώρα, στις κατά περιεχόμενο θεματικές περιοχές του Πορίσματος, πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: 
Οι διεκδικήσεις μας αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο, παρά τις επιμέρους ποιοτικές διαφορές, και δεν «σαλαμοποιούνται». Το σύνολο αυτό καθορίστηκε από την πρώτη Κοινοβουλευτική Επιτροπή Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας που συστήθηκε με απόφαση της Βουλής στις 27 Φεβρουαρίου 2014, και περιλαμβάνει: τις πολεμικές αποζημιώσεις, την αποπληρωμή του Κατοχικού Δανείου, την αποζημίωση των θυμάτων και την επιστροφή των λεηλατημένων αρχαιολογικών θησαυρών, καθώς και των κλεμμένων εκκλησιαστικών κειμηλίων από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής.
Στις 14 Νοεμβρίου του 1995 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου κάλεσε με ρηματική διακοίνωση την ενωμένη πια Γερμανία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στη χώρα μας, αφού μάλιστα η επανένωση των Γερμανιών τερμάτισε αυτόματα και το moratorium πληρωμών του 1953. Η εν λόγω ρηματική διακοίνωση αντιμετωπίστηκε με τον πλέον απαξιωτικό τρόπο από τη γερμανική πλευρά, καθώς «απαντήθηκε» με ένα απορριπτικό δελτίο τύπου του γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών. Από ελληνικής πλευράς, δεν υπήρξε συνέχεια. 
Για λόγους οικονομίας χρόνου, για τον ειδικότερο ποσοτικό προσδιορισμό των αξιώσεών μας, παραπέμπουμε στο κείμενο της Έκθεσης, το οποίο έχετε στα χέρια σας. 
Συνοπτικά αναφέρω ότι  
Για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Βάσει του ποσοτικού προσδιορισμού του Γ.Λ.Κ. η απαίτηση αυτή ανερχόταν σε 9.189.270.837 ευρώ την 31-12-2014. Η «Συμφωνία του Λονδίνου περί εξωτερικών γερμανικών χρεών» (1953) προβλέπει αναβολή και δεν θέτει ζήτημα ανυπαρξίας ή αποδυνάμωσης ή παραγραφής της απαίτησης αυτής, που παραμένει εκκρεμής και πλήρως ενεργός. Να σημειώσουμε ότι η Γερμανία, έως και το 1986, εξοφλούσε ελληνικές απαιτήσεις από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: Το Γ.Λ.Κ. προσδιόρισε ότι το σύνολο του υπολοίπου των καθαρών απαιτήσεων μας έναντι της Γερμανίας ανερχόταν την 31-12-2014 σε 269.547.005.854 ευρώ. 
Σημειωτέον ότι οι ανωτέρω προσδιορισμοί ΔΕΝ καλύπτουν αποζημιώσεις για ανθρώπινες απώλειες.
Επίσης, ότι ο προσδιορισμός βάσει της Διάσκεψης των Παρισίων ΔΕΝ περιλαμβάνει τις απαιτήσεις για αποζημιώσεις:
α. από τη βύθιση εμπορικών πλοίων, 
β. από την αφαίρεση χρυσού, 
γ. από τη διαρπαγή χρυσού ιδιωτών, 
δ. για την καταστροφή ιδιωτικών περιουσιών, 
ε. για αφαιρεθέντα καπνά, 
στ. για αποθετικές ζημίες.
Σύμφωνα με την από 19.2.2010 απάντηση της Τράπεζας της Ελλάδος στον αείμνηστο αντιστασιακό Στέλιο Ζαμάνο, μέλος του ΕΣΔΟΓΕ και πρόεδρο της ΠΣΑΕΑ, το συνολικό ποσό των οφειλών της Γερμανίας στην Ελλάδα υπολογίζεται στο ποσό των 162.109.175.000 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 108.582.560.000 ευρώ για τις πολεμικές επανορθώσεις και 53.526.615.000 για το Κατοχικό Δάνειο. Η αναγωγή αυτή βασίζεται στη μέση συναλλαγματική ισοτιμία του αμερικανικού δολαρίου με τη δραχμή το έτος 1938 που ήταν 112,62 δρχ.
Η Ειδική Επιτροπή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αξιοποίησε στην Έκθεσή της δύο (2) προσεγγίσεις για τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων με βάση τον αριθμό των θυμάτων. 
Κατά την πρώτη προσέγγιση τα θύματα μόνον από πολεμικές ενέργειες ή εγκλεισμούς σε στρατόπεδα και φυλακές είναι περίπου 120.000. Με μια μέση αποζημίωση 15 ανθρωποετών, με μέσο μηνιαίο μισθό 700 ευρώ, οι αξιώσεις για αποζημίωση από την αιτία αυτή ανέρχεται σε 15.120.000.000 ευρώ. Στο ποσό αυτό προστίθενται και οι αποζημιώσεις για αναπηρία από πολεμικές ενέργειες ή εγκλεισμούς σε στρατόπεδα και φυλακές, υπολογιζόμενες σε 7.000.000.000 ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, ανέρχονται στο ποσόν των 22.120.000.000 ευρώ – χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι. 
Η δεύτερη προσέγγιση δέχεται το σύνολο του αριθμού των θανόντων και των αναπήρων από κάθε αιτία στην περίοδο της Κατοχής, όπως προσδιορίσθηκαν στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων το 1946. Δηλαδή, σύνολο ατόμων 1.438.000, από τα οποία 558.000 θανόντες και 880.000 ανάπηροι. Με μια μέση αποζημίωση 15 ανθρωποετών για κάθε θανόντα και 5 ετών για κάθε ανάπηρο, με μέσο μηνιαίο μισθό 700 ευρώ, οι αξιώσεις για αποζημίωση από την αιτία αυτή ανέρχονται σε 107.268.000.000 ευρώ-χωρίς να υπολογίζονται οι τόκοι. 
Σημειωτέον ότι εκκρεμούν ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων ατομικές ή ομαδικές αγωγές χιλιάδων Ελλήνων πολιτών. Θεωρούμε ότι το Υπουργείο Εσωτερικών διαθέτει όλα τα απαραίτητα στοιχεία από την ανθρωπιστική καταστροφή που υπέστη η χώρα, ώστε να προσδιοριστούν με την απαραίτητη ακρίβεια οι ιδιωτικές αξιώσεις.
Οι αποκλίσεις ανάμεσα στους διάφορους τρόπους υπολογισμού των γερμανικών οφειλών δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να αντιμετωπιστούν ανταγωνιστικά ή –το χειρότερο– με λογικές πλειοδοσίας. Προφανώς, όταν θα καλέσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τη γερμανική κυβέρνηση ή θα προσφύγουμε σε διεθνή δικαιοδοτικά όργανα, η ελληνική κυβέρνηση θα μεριμνήσει ώστε να υπάρξει μια σύγκλιση στο ύψος των απαιτήσεων, υιοθετώντας την κατά το δυνατόν αντικειμενικότερη προσέγγιση των οφειλών. Η Επιτροπή, ως όργανο του Ελληνικού Κοινοβουλίου, είχε από την πρώτη στιγμή συμφωνήσει να στηρίξει τις εκτιμήσεις της κατ’ αποκλειστικότητα σε δημόσια έγγραφα, όπως η Έκθεση του Γ.Λ.Κ., παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ιδιωτικές μελέτες που προτείνουν διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού του ύψους των οφειλών.
Σχετικό είναι και το ζήτημα της παραγραφής των ελληνικών απαιτήσεων από πλευράς Διεθνούς Δικαίου. Στη Σύμβαση της Χάγης του έτους 1907 δεν υπάρχει πρόβλεψη για παραγραφή αξιώσεων, που στηρίζονται στη διεθνή ευθύνη του κατέχοντος κράτους. Περαιτέρω, υπάρχουν πολλά παραδείγματα διεθνών συμφωνιών για τη ρύθμιση διαφορών που παρέμειναν εκκρεμείς για μεγάλα χρονικά διαστήματα, χωρίς να τίθεται ζήτημα παραγραφής. 
Σύμφωνα με τους γερμανικούς ισχυρισμούς το γεγονός ότι, στο προοίμιο της Συμφωνίας 2+4 για την επανένωση των δύο Γερμανιών, ορίζεται πως τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούν να διευθετήσουν οριστικά τα ζητήματα που προέκυψαν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάνει ανεφάρμοστες τις διατάξεις της Συνθήκης του Λονδίνου (1953) και διαγράφει ή αποδυναμώνει τις αξιώσεις επανορθώσεων που δεν είχαν ικανοποιηθεί μέχρι την έναρξη ισχύος της Συμφωνίας αυτής.
Η Ελλάδα δεν ήταν συμβαλλόμενο κράτος στην Συμφωνία 2+4. Δηλαδή δεν την υπέγραψε, δεν την επικύρωσε και ουδέποτε αποδέχθηκε ότι έχει τέτοια αποτελέσματα. Αντίθετα με τη ρηματική διακοίνωση του 1995 κατέστησε σαφές ότι θεωρεί πως η επανένωση των Γερμανιών οδήγησε στην άρση του moratorium του Λονδίνου (1953) και ότι η Συμφωνία 2+4 δεν έχει κανέναν αντίκτυπο στις αξιώσεις για πολεμικές επανορθώσεις οποιουδήποτε κράτους. Εξάλλου, στη Συμφωνία 2+4 δεν υπάρχει ούτε μια διάταξη από την οποία να προκύπτει ότι ακόμα και τα κράτη που την υπέγραψαν παραιτήθηκαν από αξιώσεις ή δικαιώματα επανορθώσεων που είχαν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Γι’ αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες που μετείχαν και στη Συνθήκη 2+4, μόλις το 2000 υπέγραψαν σχετική διμερή συμφωνία με τη Γερμανία, στην οποίαν ανέλαβαν την υποχρέωση «να μην εγείρουν το ζήτημα των οφειλόμενων επανορθώσεων». 
Ως προς τις δυνατότητες δικαστικής διεκδίκησης, το πόρισμα της Επιτροπής καταγράφει τις ακόλουθες προτάσεις-επισημάνσεις: 
Η Ελλάδα μπορεί να προσφύγει:
α. ως προς τις διακρατικές αξιώσεις
i. Στο Διαιτητικό Δικαστήριο του άρθρου 28 της Συμφωνίας του Λονδίνου το 1953:
Η προσφυγή συμβαλλομένου κράτους στο Διαιτητικό Δικαστήριο προϋποθέτει, ως αναγκαία προδικασία, την προηγούμενη αποτυχία των ενδιαφερομένων μερών να επιλύσουν την επίμαχη διαφορά με διαπραγματεύσεις.
ii. Στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης:
Η Γερμανία κατέθεσε την 1-5-2008 δήλωση αποδοχής της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Με την εν λόγω δήλωση η Γερμανία αναγνωρίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου μόνο για εκείνες τις διαφορές, οι οποίες θα ανακύψουν μετά την κατάθεσή της και οι οποίες συνδέονται με καταστάσεις και γεγονότα που θα συμβούν μετά την 1-5-2008.
iii. Στα εθνικά δικαστήρια: 
Η προσφυγή στα εθνικά δικαστήρια προσκρούει σήμερα στο ζήτημα της ετεροδικίας.
β. Ως προς τις ιδιωτικές αξιώσεις. 
Η Ελληνική Δημοκρατία μπορεί να προσφύγει ως εκπρόσωπος των ιδιωτών – υπηκόων της:
1) Στο Διαιτητικό Δικαστήριο του άρθρου 28 της Συμφωνίας του Λονδίνου το 1953:
2) Στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης:
3) Στα εθνικά δικαστήρια: 
Αναφορικά με το ζήτημα της ετεροδικίας:
Είναι γνωστό ότι από την υπόθεση του Διστόμου – μετά την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς 137/1997, η οποία έχει κριθεί με αμετάκλητη απόφαση του Αρείου Πάγου (11/2000) – έχουν περάσει 19 χρόνια χωρίς τα θύματα που έχουν στα χέρια τους έναν εκτελεστό τίτλο, να μπορέσουν να βρουν δικαίωση. Ταυτόχρονα, οι προσπάθειες εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης στην Ιταλία, σε συνδυασμό με ανάλογες νομολογιακές εξελίξεις, οδήγησαν στην προσφυγή της Γερμανίας εναντίον της Ιταλίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Εθνών. Στη δίκη αυτή παρενέβη και η Ελλάδα χωρίς να δεσμεύεται από το αποτέλεσμά της. Η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης στην υπόθεση των Δικαιοδοτικών Ασυλιών Κράτους της 3ης Φεβρουαρίου του 2012 θεωρήθηκε από πολλούς ταφόπλακα στον αγώνα των θυμάτων για δικαίωση και επανόρθωση. 
Υπό το βάρος και της μεταγενέστερης απόφασης του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαργέλλου (6/2002) και του Δικαστηρίου της Χάγης, αλλά και της απροθυμίας των τότε κυβερνώντων να ασχοληθούν ουσιαστικά με το ζήτημα, η Ελλάδα έκανε πίσω στην παραπάνω προσπάθεια.
Ενώ, λοιπόν, η χώρα μας εγκατέλειψε την προσπάθεια, στην Ιταλία τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας με την υπ’ αριθμό 238/2014 απόφασή του, έκρινε ότι ήταν αντισυνταγματική η υποχρέωση τήρησης της γερμανικής ετεροδικίας. Το ιταλικό συνταγματικό πλαίσιο, όπως ακριβώς και το ελληνικό, κατοχυρώνουν τόσο την υποχρέωση προστασίας και σεβασμού της αξίας του ανθρώπου όσο και το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη για όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται εντός της εθνικής επικράτειας. 
Ταυτόχρονα, στις Ηνωμένες Πολιτείες το ζήτημα της γερμανικής ετεροδικίας για μαζικά εγκλήματα βρέθηκε στο στόχαστρο με την αγωγή των φυλάρχων των κοινοτήτων των Χερέρο και Νάμα στη Ναμίμπια για την πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα στο διάστημα 1903-8 από τα γερμανικά αποικιοκρατικά στρατεύματα. 
Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα διατηρεί ακόμα σε ισχύ την αντισυνταγματική μεταξική διάταξη του Άρθρου 923 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η αναγκαστική εκτέλεση εναντίον αλλοδαπού Δημοσίου απαιτεί την άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης. Αντίθετα, στις ΗΠΑ και τον Καναδά έχει εδώ και αρκετά χρόνια νομοθετηθεί η υποχρεωτική άρση της ασυλίας εκτέλεσης κατά τρίτων κρατών, εφόσον διέπραξαν διεθνή ποινικά αδικήματα. 
Η μάχη για την απόδοση των γερμανικών οφειλών είναι μια δίδυμη, παράλληλη μάχη για την ανάκτηση της ιστορικής μνήμης που στην κυριολεξία υπέστη «υγειονομική ταφή» και βρισκόταν υπό «καθεστώς σωφρονισμού», όπως λέει ο μεγάλος Αυστριακός ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ.
Ο ιστορικός αναθεωρητισμός, εξισώνοντας θύτες με θύματα και ανατρέποντας το δημοκρατικό κεκτημένο της αντιφασιστικής νίκης, στην οποίαν συμβάλλαμε με βαρύτατο τίμημα, λειτούργησε ως «πλυντήριο» των μαζικών ναζιστικών-φασιστικών εγκλημάτων. Έτσι προετοίμασε το έδαφος, σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, για να βλαστήσει η κακή σπορά του ηττημένου ναζισμού στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αποδείχτηκε -δυστυχώς- για μια ακόμη φορά ότι εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που παραμένουν ατιμώρητα και τα θύματά τους δεν αποκαθίστανται ηθικά και υλικά, επαναλαμβάνονται και σήμερα.
Στο πλαίσιο της διεθνοποίησης των διεκδικήσεών μας, η Επιτροπή προτείνει:
– τη Σύσταση Επιτροπής για την Προώθηση των Διεκδικήσεών μας, αποτελούμενη από βουλευτές, δικαστικούς λειτουργούς, διεθνολόγους, ιστορικούς και νομικούς επιστήμονες, εκπροσώπους αντιστασιακών οργανώσεων, μέλη των Ενώσεων Θυμάτων και του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών. 
– Ενίσχυση της δικτύωσης – συντονισμού των Ενώσεων Θυμάτων με το Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών, στον αγώνα της διεκδίκησης. Υποστήριξη με όλα τα νόμιμα μέσα των Ενώσεων Θυμάτων, με έμφαση στην αναγκαιότητα δημιουργίας και νέων ενώσεων και συγκρότησής τους σε ομοσπονδία. 
– Προώθηση συνεργειών με τις ομάδες Γερμανών νομικών, ιστορικών, συνταγματολόγων και γερμανικών οργανώσεων, ευαίσθητων στα θέματα απόδοσης δικαιοσύνης, κ.λπ., που πραγματοποιούν ένα πολυμέτωπο και πολύχρονο αγώνα για τη διεκδίκηση των οφειλών. 
– Διεθνοποίηση των διεκδικήσεών μας, με την αποστολή κλιμακίου της Βουλής για την ενημέρωση του γερμανικού και των άλλων κοινοβουλίων. Έγερση του ζητήματος στο Συμβούλιο της Ευρώπης, τον Ο.Η.Ε. και σε άλλα διεθνή fora. 
– Ανασύσταση με ενισχυμένη εντολή του Ελληνικού Γραφείου Εγκληματιών Πολέμου που διαλύθηκε με το Ν.Δ. 4016/1959, οπότε ανεστάλη αυτοδικαίως κάθε δίωξη Γερμανών υπηκόων φερομένων ως εγκληματιών πολέμου. (καταθέτω φωτοαντίγραφο του Ν.Δ.)
– Ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τη Μη Εφαρμογή του Θεσμού της Παραγραφής επί Εγκλημάτων Πολέμου και Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας της 26ης Νοεμβρίου 1968. 
Επίσης μπορούμε να εξετάσουμε την περίπτωση προσφυγής στο Διαιτητικό Δικαστήριο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, όπως προτείνουν οι Κάρλ Χάιντς Ροθ και Χάρτμουτ Ρίμπνερ.

ΧΑΓΚΕΝ ΦΛΑΪΣΕΡ:
Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να καταρρίψει εντελώς αυτό το λογικοφανές γερμανικό επιχειρήμα της αναχρονιστικότητας των επανορθώσεων, με μία επίσημη παραίτηση από το έτσι κι αλλιώς ανενεργό δικαίωμα για κρατικές αποζημιώσεις – με την προϋπόθεση το Βερολίνο να δεχτεί επιτέλους διαπραγματεύσεις για την αποπλήρωση του χρονίζοντος Κατοχικού Δανείου, το οποίο αποτελεί συμβατική υποχρέωση της Γερμανίας προς την Ελλάδα. Μπορέσαμε να εντοπίσουμε μια εκτενέστατη έκθεση γερμανικού οικονομικού επιτελείου, το οποίο, στις αρχές του 1945, κατέβαλε αξιόλογες προσπάθειες να προσδιορίσει το “γερμανικό χρέος προς την Ελλάδα”, που απέρρεε από το Κατοχικό Δάνειο. Το χρέος αυτό οι Γερμανοί εμπειρογνώμονες το υπολόγισαν, τότε, σε 476.000.000 μάρκα – με σημερινή αξία 5.000.000.000 ευρώ – χωρίς τόκους.
Δεδομένου ότι η έκθεση αυτή, με παραλήπτες την Κεντρική Τράπεζα και το Υπουργείο Εξωτερικών του Ράιχ, συντάχθηκε για μελλοντική χρήση, μπορεί να αποτελέσει βάση ελληνογερμανικών διαπραγματεύσεων. Να τεθεί δηλαδή τέρμα στην παράλογη κατάσταση, που σημαδεύεται από το γεγονός ότι το εγκληματικό καθεστώς του ναζιστικού Ράιχ είχε αναγνωρίσει έμπρακτα το γερμανικό χρέος προς την Ελλάδα, με το να αρχίσει την αποπληρωμή του και να αναθέσει στους πιο αρμόδιους εκπροσώπους του να υπολογίσουν το ύψος αυτού του (ηθικού και υλικού) χρέους, για το οποίο κωφεύει, ως τώρα, το δημοκρατικό διάδοχο κράτος της – ενωμένης πλέον – ΟΔΓ.

ΜΑΡΚ ΜΑΖΑΟΥΕΡ

«Στις αρχές της δεκαετίας του 1940, η ιδέα πως τα κράτη της Ευρώπης μπορούν να ξεφύγουν από τις φρικαλεότητες του 20ου αιώνα προς ένα καλύτερο μέλλον, ήταν ένα όνειρο. Σήμερα[...]επειδή εμείς έχουμε μια ξεκάθαρα πιο κυνική άποψη για την Ευρώπη, όπως αυτή μας παρουσιάζεται, είναι ίσως η κατάλληλη ευκαιρία να γυρίσουμε πίσω στον κόσμο της δεκαετίας του 1940, στην οποία βρισκόταν έθνος αντιμέτωπο με έθνος και καταστρεφόταν παραπέρα ένας ήδη φτωχοποιημένος κόσμος, ο κόσμος των Ελλήνων εργατών γης, των αγροτών και των εργοστασιακών εργατών», γράφει, πολύ επίκαιρα, ο Μάρκ Μαζάουερ, στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης (2016) του βιβλίου του «Στην Ελλάδα του Χίτλερ», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1993, εκδ. Αλεξάνδρεια, προκαλώντας την αντίδραση του γερμανικού συστημικού τύπου."



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ