ΣΥΡΙΖΑ Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς


Επικοινωνία / Contact RSS Twitter Facebook YouTube Instagram

08/11/2020

Γ. Παπαηλιού: Το master plan που κατατέθηκε δεν πληροί τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς όρους ενός στρατηγικού σχεδίου

Γ. Παπαηλιού: Το master plan που κατατέθηκε δεν πληροί τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς όρους ενός στρατηγικού σχεδίου



Ο βουλευτής Αρκαδίας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Γιώργος Παπαηλιού, μιλώντας στις 6.11.2020 κατά τη διαδικτυακή εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία για τη δίκαιη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή είπε, μεταξύ των άλλων τα εξής :

Σκοπός της εθνικής ενεργειακής πολιτικής πρέπει να είναι η ενεργειακή ισορροπία, η επάρκεια του ενεργειακού εφοδιασμού, η εξασφάλιση χαμηλών τιμών για την κατανάλωση (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) και η προστασία του περιβάλλοντος, στο πλαίσιο της οποίας η απολιγνιτοποίηση αποτελεί σημείο αναφοράς, όπως και η δίκαιη μετάβαση προς αυτήν.

Η κυβέρνηση της ΝΔ, με πρόσχημα και εν ονόματι της απολιγνιτοποίησης, αποφάσισε τη βίαιη διακοπή λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, χωρίς σχέδιο και εντός ανεπαρκέστατου χρονικού διαστήματος για την προετοιμασία της «μεταλιγνιτικής εποχής» και παράλληλα την ανάθεση της ηλεκτροπαραγωγής σε ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου. Η πρόθεση για υποκατάσταση του λιγνίτη από το φυσικό αέριο, το οποίο έχει επίσης αρνητικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, είναι εισαγόμενο, ακριβότερο και συνδέεται με ισχυρά συμφέροντα και στην Ελλάδα και διεθνώς, πλαισιώνεται με την παράλληλη πώληση του συνόλου του δικτύου φυσικού αερίου της χώρας σε ιδιώτες.

Η Μεγαλόπολη, μία από τις περιοχές, με αποθέματα λιγνίτη, η οποία φιλοξενεί μονάδες της ΔΕΗ και η οποία, ως οικονομία και κοινωνία, έχει δομηθεί πέριξ του εργοστασίου της ΔΕΗ πρέπει να αναζητήσει και να σχεδιάσει διεξόδους για την επιβίωση και την ανάπτυξή της, κατά τη «μεταλιγνιτική περίοδο», βάσει των συγκριτικών πλεονεκ,τημάτων της. Με σχέδιο βιώσιμο μακροπρόθεσμα και όχι στη λογική βραχυπρόθεσμων παρεμβάσεων.

Ο «θάνατος» των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ Μεγαλόπολης, που εξαγγέλθηκε και υλοποιείται με βίαιο τρόπο, αποτελεί συντριπτικό πλήγμα για τη Μεγαλόπολη αλλά και για ολόκληρη την Αρκαδία. Θα χαθούν αμέσως περίπου 1.600 θέσεις εργασίας και έμμεσα πολλές άλλες που θα είναι αποτέλεσμα του μαρασμού της περιοχής.

Το master plan που κατατέθηκε δεν πληροί τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς όρους ενός στρατηγικού σχεδίου.

Δρομολογήθηκε, χωρίς ουσιαστική διαβούλευση με την τοπική κοινωνία, με προχειρότητα, χωρίς γνώση των χαρακτηριστικών της περιοχής και με έλλειψη πρόνοιας για την οικονομική και κοινωνική συνοχή της. Δεν πείθει ότι συνιστά ένα συγκροτημένο σχέδιο για να δοθεί προοπτική στην περιοχή, αφού μάλιστα δεν εκτιμώνται οι συνέπειες που θα έχουν οι όποιες νέες δραστηριότητες, αν υπάρξουν, στην τοπική οικονομία και απασχόληση, ενώ άγνωστος παραμένει και ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας και ο χρόνος δημιουργίας τους. Είναι εμφανές ότι έγινε περισσότερο για λόγους εσωτερικής και εξωτερικής κατανάλωσης, παρά για να υποστηριχθούν πραγματικά άλλες, «πράσινες», πολιτικές και επενδύσεις.

Προϋπόθεση-προαπαιτούμενο που θα επηρεάσει την εξέλιξη των πραγμάτων, είναι (και) ο προσδιορισμός της ζώνης απολιγνιτοποίησης. Αυτή συνδέεται και με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εδαφών, το οποίο εξακολουθεί να είναι αμφισβητούμενο. Συνδέεται όμως και με την αποκατάσταση των εδαφών, για την οποία η ΔΕΗ έχει αναλάβει δέσμευση υλοποίησής της. Πάντως το είδος και ο τρόπος αποκατάστασης εξαρτάται από τον προορισμό της μελλοντικής χρήσης τους, που προϋποθέτει οριοθέτηση και καθορισμό των χρήσεων γης. Γιατί ακριβώς προορίζονται ;

Ένα επιπλέον ερώτημα, η ζώνη απολιγνιτοποίησης θα περιλαμβάνει μόνον την έκταση όπου βρίσκεται το ορυχείο και λειτουργούν οι λιγνιτικές μονάδες ή θα εκτείνεται και σε παραπέρα εκτάσεις, ούτως ώστε να δοθεί η δυνατότητα στις αναπτυξιακές-επιχειρηματικές πρωτοβουλίες να εκτυλίξουν τη δραστηριότητά τους.

Επιπλέον, χρειάζονται δημόσιες επενδύσεις για την κατασκευή έργων υποδομής που να διευκολύνουν την πρόσβαση, τις επικοινωνίες και τη σύνδεση με τον τομέα της ενέργειας στον οποίο υπάρχει τεχνογνωσία και μακρά παράδοση.

Είναι απαραίτητες και δυστυχώς παραλείπονται στο master plan η προώθηση των ενεργειακών κοινοτήτων, που οδηγεί στη βελτίωση της οικιακής αυτονομίας, με αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών για ηλεκτροπαραγωγή και συστημάτων αποθήκευσης σε τοπικό επίπεδο.

Ειδικότερα οι ενεργειακές κοινότητες, που θεσμοθετήθηκαν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν ως στόχο την εντατικότερη αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, επιχειρήσεις και ιδιώτες, ώστε εκτός από καταναλωτές να γίνουν και παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας, την οποία είτε θα πωλούν στο δίκτυο είτε θα συμψηφίζουν με τη δαπάνη για το ρεύμα που καταναλώνουν.

Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίζεται κατά τον πλέον πρόσφορο τρόπο η ενεργειακή φτώχεια, κάτι που θα ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό για την περιοχή της Μεγαλόπολης.

Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν και τα κίνητρα που θα παρασχεθούν, αφού είναι απαραίτητα για την προσέλκυση επενδύσεων. Εκ των πραγμάτων και δικαίως η περιοχή της Μεγαλόπολης πρέπει να περιληφθεί στη ζώνη με τα υψηλότερα κίνητρα. Στη συνέχεια να υπάρξει διαβάθμιση των κινήτρων και για την ευρύτερη περιοχή, και ειδικότερα για την περιφερειακή ενότητα Αρκαδίας, που εν συνόλω πλήττεται από τη διακοπή λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων.

Ενδεικτικά, η δημιουργία βιομηχανικού πάρκου το οποίο να στεγάζει και κέντρο έρευνας που να συνδέεται και με το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Το βιομηχανικό πάρκο έχει σημασία για την προσέλκυση επενδύσεων, που να εντάσσονται σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό, ώστε να δημιουργηθεί στέρεη παραγωγική βάση, η οποία να δημιουργεί θέσεις εργασίας.

Τα φωτοβολταϊκά δεν συνιστούν δραστηριότητα εντάσεως εργασίας, ώστε να δημιουργούνται θέσεις εργασίας, ο δε προτεινόμενος σχεδιασμός, στερείται επιχειρηματικής ωριμότητας και δεν συμπεριλαμβάνει ανοικτή συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και των φορέων της.

Πρέπει να επισημανθεί, ότι το χρονοδιάγραμμα της απολιγνιτοποίησης και της μετάβασης στη «μεταλιγνιτική εποχή» θα οδηγήσει σε αρνητικές συνέπειες για την περιοχή της Μεγαλόπολης, αφού μάλιστα δεν προηγήθηκε διαβούλευση με την τοπική κοινωνία. Αφού μάλιστα είναι ασαφές και άγνωστο τι θα ακολουθήσει, μετά τη διακοπή λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, προστίθεται ανασφάλεια σ΄ αυτήν (στην τοπική κοινωνία).

Αναμφίβολα, είμαστε αντιμέτωποι με σημαντικές περιβαλλοντικές και κλιματικές προκλήσεις που απαιτούν δομικές αλλαγές, οι οποίες, για να πραγματοποιηθούν, προϋποθέτουν το κατάλληλο πλαίσιο και τα απαραίτητα εργαλεία. Το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης μπορούν να συνεισφέρει προς αυτή την κατεύθυνση, αρκεί να λειτουργήσει συγκροτημένα και βάσει ενός σαφούς πλαισίου προς όφελος των πολιτών και των εργαζόμενων.

Οι τοπικές κοινωνίες, εν προκειμένω αυτή της Μεγαλόπολης, που πλήττεται άμεσα από τις ανακολουθίες της κυβέρνησης οφείλουν να ενεργοποιηθούν, να κινητοποιηθούν, ώστε να υπάρξει αλληλεπίδραση με τις προτεινόμενες πρωτοβουλίες και να ενταχθούν σε αυτές κατά τον βέλτιστο τρόπο, ώστε να αμβλυνθούν και, ει δυνατόν, να μηδενιστούν οι επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, προτείνεται η ουσιαστική και σοβαρή διαβούλευση με την τοπική κοινωνία και τους εργαζόμενους για την προετοιμασία της «μεταλιγνιτικής περιόδου», ώστε να προσδιοριστεί η κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της περιοχής και η δημιουργία θέσεων εργασίας, όταν θα παύσει η εξάρτησή της από το λιγνίτη. Και αυτό βάσει των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της, όπως ενδεικτικά, η γεωγραφική θέση της Μεγαλόπολης στο κέντρο της Πελοποννήσου, οι υποδομές σε ορυχείο και ΑΗΣ, οι μεγάλες εκτάσεις που πρέπει να αποκατασταθουν, ένα πολύ καλά τεχνικά καταρτισμένο προσωπικό που βέβαια θα χρειαστεί επανακατάρτιση, σημεία πολιτιστικής αναφοράς κλπ.

Διαφορετικά η Μεγαλόπολη και η ευρύτερη περιοχή θα καταστεί «κρανίου τόπος».

Η διασφάλιση των πόρων που απαιτούνται είναι καίριας σημασίας ζήτημα. Οι πηγές χρηματοδότησης της δίκαιης μετάβασης στη «μεταλιγνιτική εποχή» είναι αυτές τις οποίες επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχαν ανακοινωθεί και βάσει αυτών είχε προωθηθεί ένας αρχικός σχεδιασμός.

Έτσι είχε διαμορφωθεί η στρατηγική για τη χρηματοδότηση της ομαλής και δίκαιης μετάβασης, με τη δημιουργία του Εθνικού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης. Σε αυτό προβλέπονται χρηματοδοτικοί άξονες για την εξοικονόμηση ενέργειας, την ανάπτυξη καθαρών μορφών ενέργειας, τη στήριξη του πρωτογενούς τομέα, δράσεις κυκλικής οικονομίας, δράσεις στήριξης της εργασίας, της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας αλλά και τεχνική υποστήριξη δυνητικών δικαιούχων για ωρίμανση δράσεων για έργα δημόσιου χαρακτήρα. Με ενδιάμεσο φορέα το Πράσινο Ταμείο προβλέπεται και η εκπόνηση αναπτυξιακού σχεδίου για την περιοχή της Μεγαλόπολης στο πλαίσιο της «δίκαιης μετάβασης», που η κυβέρνηση της ΝΔ «πάγωσε».

Και ας μη λησμονείται, ότι, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων-συζητήσεων για τη δημιουργία του «Ταμείου Ανάκαμψης» λόγω της πανδημίας, περιεκόπησαν κατά 2/3 προβλεπόμενοι πόροι από το «Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης».

Αυτό που διαπιστώνεται σήμερα, μετά τις παλινωδίες της κυβέρνησης, είναι σύγχυση σχετικά με το τι μέλλει γενέσθαι. Η κυβερνητική πρόταση δεν εγγυάται, ούτε την ομαλή, ούτε τη δίκαιη ούτε την ολιστική μετάβαση. Η ανησυχία της τοπικής κοινωνίας για τις επιπτώσεις της μη σχεδιασμένης και ασυντόνιστης «βίαιης απολιγνιτοποίησης» που προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ στη Μεγαλόπολη, είναι μεγάλη και δικαιολογημένη.

Η αναγκαία ενεργειακή μετάβαση με το λιγότερο δυνατό οικονομικό κόστος και τον αναπτυξιακό επαναπροσανατολισμό της περιοχής πρέπει να είναι και ομαλή και δίκαιη και ολιστική. Η τοπική κοινωνία μέσω της αυτοδιοίκησης και των τοπικών φορέων μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο. Χρειάζεται όμως χρόνος, ο οποίος αποτελεί κρίσιμο μέγεθος για την επιτυχία του εγχειρήματος.



Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία πλοήγησης και να αναλύουμε την επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας μας. Με την παραμονή σας στην ιστοσελίδα, αποδέχεστε τη χρήση cookies όπως αυτή περιγράφεται στην Πολιτική Cookies ΟΚ